-
1 ἐγκηδεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκηδεύω
-
2 ἐγκηδεύω
V 0-0-0-0-1=1 4 Mc 17,9to bury (in); neol.?
См. также в других словарях:
εγκηδεύω — ἐγκηδεύω (Α) κηδεύω, θάβω σ έναν τόπο … Dictionary of Greek
προεγκηδεύω — Α κηδεύω, θάβω νωρίτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκηδεύω «θάβω, κηδεύω»] … Dictionary of Greek
συνεγκηδεύω — Α κηδεύω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐγκηδεύω «θάβω, κηδεύω»] … Dictionary of Greek