Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐγκεντρίς

См. также в других словарях:

  • ἐγκεντρίς — sting fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεντρίδα — ἐγκεντρίς sting fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεντρίδας — ἐγκεντρίς sting fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεντρίδες — ἐγκεντρίς sting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεντρίδος — ἐγκεντρίς sting fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεντρίδων — ἐγκεντρίς sting fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • STAPES et STAPIA — STAPES, et STAPIA vox recens, a stando et pes, Graece Ἀναβολἐυς, Item Ἐγκεντρὶς; Lipsius subicem pedaneum vocat: Recens inventum est, uti discimus ex Polydoro Virgilio de Rer. Inventoribus l. 3. c. 18. Est et illud novum inventum, in quo uterque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εγκεντρίδα — η (Α ἐγκεντρίς) (για άλογα) ο πτερνιστήρας, σπιρούνι νεοελλ. γεωργικό εργαλείο που χρησιμεύει στο μπόλιασμα τών φυτών αρχ. 1. το κεντρί τών εντόμων 2. βούκεντρο 3. είδος γραφίδας που κατέληγε σε αιχμηρή άκρη 4. κομμάτι σίδερο με μυτερή άκρη που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»