-
1 εγκεντρισμός
-
2 ἐγκεντρισμός
-
3 εγκεντρισμος
-
4 ἐγκεντρισμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκεντρισμός
-
5 εγκέντριση
[-ις (-εως)] η, εγκέντρισμός ο1) прививка, окулирование (деревьев); 2) пришпоривание -
6 εγκεντρισμοίς
-
7 ἐγκεντρισμοῖς
-
8 εγκεντρισμού
-
9 ἐγκεντρισμοῦ
-
10 εγκεντρισμώ
-
11 ἐγκεντρισμῷ
-
12 εγκεντρισμών
-
13 ἐγκεντρισμῶν
-
14 εγκεντρισμόν
-
15 ἐγκεντρισμόν
См. также в других словарях:
ἐγκεντρισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκεντρισμός — ο (AM ἐγκεντρισμός) η εγκέντριση μσν. νεοελλ. η ένωση δύο φυτών ή τμημάτων τους, εμβολιασμός … Dictionary of Greek
ἐγκεντρισμοῖς — ἐγκεντρισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεντρισμοῦ — ἐγκεντρισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεντρισμῶν — ἐγκεντρισμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεντρισμῷ — ἐγκεντρισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεντρισμόν — ἐγκεντρισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπόλιασμα — (Βοτ.). Πρακτική φυτοτεχνική μέθοδος, με την οποία γίνεται η μεταμόσχευση ενός ματιού ή τμήματος μικρού κλαδιού από ένα φυτό, του οποίου επιδιώκεται να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά, σ’ ένα άλλο, ιδιαίτερα εύρωστο, που ονομάζεται υποκείμενο. Το μ … Dictionary of Greek
εμφυλλισμός — ἐμφυλλισμός, ο (AM) η ενοφθάλμιση, ο εγκεντρισμός, το μπόλιασμα μοσχεύματος σ ένα δένδρο … Dictionary of Greek
εμφυτεία — ἐμφυτεία, η (Α) ενοφθαλμισμός, εγκεντρισμός, μπόλιασμα … Dictionary of Greek
ενθεματισμός — ο (Α ἐνθεματισμός) [ενθεματίζω] εγκεντρισμός, ενοφθαλμισμός, μπόλιασμα … Dictionary of Greek