-
1 εγκαύματα
-
2 ἐγκαύματα
-
3 обжечь
обожгу, обожжшь, обожгут, παρλθ. χρ. обжг, обожгла, обожгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обожженный, βρ: -жжён, -жжена, -жженоρ.σ.μ.1. περικαίω•обжечь конец палки περικαίω την άκρη του πάσσαλου.
2. προξενώ εγκαύματα στο δέρμα. || μτφ. φλογίζω, εμψυχώνω.3. καίω, ψήνω•обжечь кирпич ψήνω τούβλα•
обжечь известь καίω ασβέστη.
1. καίγομαι, παθαίνω εγκαύματα.2. μτφ. την παθαίνω.εκφρ.обжгшись на молоке будешь дуть и на воду – κάηκε η γριά στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι. -
4 εγκαυμα
- ατος τό1) выжженный знак(ἐγκαύματα ἔμμονα Plat.; αἱ εἰκόνες ἐν ἐγκαύμασι γραφόμεναι Plut.)
2) ожог Luc. -
5 газовый
газовый 1επ.1. του αερίου, του φωταερίου•-ое освещение φωτισμός με φωταέριο•
газовый зевод εργοστάσιο (παραγωγής) αερίου, αεριοφωτοποιείο•
газовый рожок καυστήρας φωταερίου, μπέκ•
-ая плита γκαζοσυσκευή•
газовый счетчик γκαζομετρητής, ωρολόγι γκαζιού•
-ое отопление θέρμανση με φωταέριο.
2. χημικός•-ая воина χημικός πόλεμος.
εκφρ.- ая гангрена – χημικά εγκαύματα•- ая сварка – αυτογενής συγκόλληση, οξυγονοκόλληση•- ая резка – (για μέταλλα) κοπή με οξυγόνο η αυτογενής.газовый 2επ.από γάζα•-ое платье φόρεμα από γάζα.
-
6 жечь
жгу, жжешь, жгут; παρλθ. χρ. жег, жгла, жгло, ρ.δ.μ.1. καίω, βάζω φωτιά, πυρπολώ. || ανάβω. || καταναλώνω (ηλεκτρ. ρεύμα κ.τ.τ.).2. καίω, ψήνω•солнце жжет ο ήλιος καίει•
жечь кофе ψήνω καφέ•
жечь кирпичи ψήνω τούβλα.
|| κνίζω, τσουκνίζω, προκαλώ κνισμό, φαγούρα•крапива жжет η τσουκνίδα κνίζει.
3. μτφ. ανάβω, επιφέρω ισχυρό πάθος, προκαλώ μεγάλη λύπη, καίω, φλογίζω.καίω. || καίγομαι, παθαίνω εγκαύματα.(απλ.) είμαι πανάκριβος, απρόσιτος στην τιμή. -
7 обгореть
ρ.σ.1. περικαίομαι.2. ηλιοκαίομαι, παθαίνω ηλιακά εγκαύματα. -
8 предохранить
ρ.σ. προφυλάσσω, διαφυλάσσω• προστατεύω•предохранить от заболевания προφυλάσσω από την αρρώστεια•
предохранить семена от порчи προφυλάσσω το σπόρο από το χάλασμα•
предохранить себя от холода προφυλάσσομαι από το κρύο.
προφυλάσσομαι•предохранить от ожогов προφυλάσσομαι από τα εγκαύματα.
-
9 εὔσανα
εὔσανα, τά,A = ἐγκαύματα, Poll.6.91, Hsch.; also, = εὗστραι, Id. -
10 εὕω
Grammatical information: v.Meaning: `singe' (Il.).Other forms: Aor. εὗσαι,Derivatives: εὕστρα ( εὔσ-) f. `place for singeing' (Ar. Eq. 1236), `roasted barley' ( PTeb. IIIa), `id.' (Paus. Gr.); εὑστόν ( εὑσ-) n. `singed sacrifice' (Miletos IV-IIIa); εὔσανα = ἐγκαύματα (Poll., H.). Very unclear Εὖρος, s. v.Etymology: Old verb, pushed out by καίω, which like other verbs with ευ-diphthong (s. γεύομαι) lost ablaut. εὕω is identical with Lat. ūrō `burn', Skt. óṣati `id.'; so with aspiration metathesis for *εὔhω \< IE *éus-ō (cf. Schwyzer 219). The - σ- returns in εὑσ-τόν (with secondary full grade against Skt. uṣ-tá- = Lat. us-tus `burned') and in εὕσ-τρα (with analogical aspiration; on τρᾱ- cf. Schwyzer 532, Chantraine Formation 333), and was from there introduced in εὔσ-ανα (Stang Symb. Oslo. 2, 66). Also elsewhere (e. g. the zero grade German. l-deriv. in OWNo. usli m., MHG. usel(e) f. `glowing ashes'). S. Bq, Pok. 347f., W.-Hofmann s. ūrō.Page in Frisk: 1,596-597Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > εὕω
См. также в других словарях:
ἐγκαύματα — ἔγκαυμα mark burnt in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
αβγόλαδο — το μίγμα λαδιού και κρόκου αβγού, που χρησιμοποιείται ως αλοιφή για πληγές και εγκαύματα … Dictionary of Greek
αιμόλυση — Η καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων και η έξοδος της αιμοσφαιρίνης από αυτά. Α. μπορεί να προκληθεί από την ελάττωση της ωσμωτικής πίεσης του αίματος (π.χ. μετά από ένεση με αποσταγμένο νερό, οπότε τα ερυθρά αιμοσφαίρια απορροφούν νερό μέσα από … Dictionary of Greek
αντηλιακός — ή, ό (για κρέμα, λάδι, λοσιόν) αυτός που προφυλάσσει το δέρμα από τις ακτίνες του ήλιου και τα εγκαύματα βοηθώντας στο μαύρισμα … Dictionary of Greek
δαχτυλήθρα — η (Α δακτυλήθρα) νεοελλ. 1. μικρή στεφάνη, μεταλλική ή οστέινη, που εφαρμόζεται στην ακρινή φάλαγγα τού μεσαίου δαχτύλου τού χεριού και με την οποία σπρώχνεται η βελόνα στο ράψιμο 2. κάθε κάλυμμα τού δαχτύλου, δερμάτινο ή από άλλη ύλη, που… … Dictionary of Greek
δερμοτόμος — ο συσκευή με την οποία αφαιρούνται λεπτά τεμάχια δέρματος για να χρησιμοποιηθούν ως μοσχεύματα σε εξελκώσεις ή εγκαύματα … Dictionary of Greek
εύσανα — εὔσανα, τὰ (Α) εγκαύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εὕω ή εὔω «καίω». Η λ. εμφανίζει το σ τής ρίζας *eus «καίω» τού ρ. εὕω* και επίθημα ανα] … Dictionary of Greek
ζεματίζω — και ζεματώ και ζεματάω (Μ ζεματίζω) 1. περιβρέχω κάποιον ή κάτι με βραστό υγρό («ζεματίζω το πιλάφι με βούτυρο») 2. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε βραστό υγρό 3. προξενώ εγκαύματα, καίω (α. «ζεματάει το τσάι» β. «ζεμάτισα τη γλώσσα μου») 4. (μέσ. παθ.)… … Dictionary of Greek
ηλιοκαμένος — η, ο αυτός τού οποίου το δέρμα έχει υποστεί εγκαύματα από τις ακτίνες τού ήλιου ή έχει αλλάξει χρώμα … Dictionary of Greek
θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… … Dictionary of Greek