Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐγκαύματα

См. также в других словарях:

  • ἐγκαύματα — ἔγκαυμα mark burnt in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • αβγόλαδο — το μίγμα λαδιού και κρόκου αβγού, που χρησιμοποιείται ως αλοιφή για πληγές και εγκαύματα …   Dictionary of Greek

  • αιμόλυση — Η καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων και η έξοδος της αιμοσφαιρίνης από αυτά. Α. μπορεί να προκληθεί από την ελάττωση της ωσμωτικής πίεσης του αίματος (π.χ. μετά από ένεση με αποσταγμένο νερό, οπότε τα ερυθρά αιμοσφαίρια απορροφούν νερό μέσα από …   Dictionary of Greek

  • αντηλιακός — ή, ό (για κρέμα, λάδι, λοσιόν) αυτός που προφυλάσσει το δέρμα από τις ακτίνες του ήλιου και τα εγκαύματα βοηθώντας στο μαύρισμα …   Dictionary of Greek

  • δαχτυλήθρα — η (Α δακτυλήθρα) νεοελλ. 1. μικρή στεφάνη, μεταλλική ή οστέινη, που εφαρμόζεται στην ακρινή φάλαγγα τού μεσαίου δαχτύλου τού χεριού και με την οποία σπρώχνεται η βελόνα στο ράψιμο 2. κάθε κάλυμμα τού δαχτύλου, δερμάτινο ή από άλλη ύλη, που… …   Dictionary of Greek

  • δερμοτόμος — ο συσκευή με την οποία αφαιρούνται λεπτά τεμάχια δέρματος για να χρησιμοποιηθούν ως μοσχεύματα σε εξελκώσεις ή εγκαύματα …   Dictionary of Greek

  • εύσανα — εὔσανα, τὰ (Α) εγκαύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εὕω ή εὔω «καίω». Η λ. εμφανίζει το σ τής ρίζας *eus «καίω» τού ρ. εὕω* και επίθημα ανα] …   Dictionary of Greek

  • ζεματίζω — και ζεματώ και ζεματάω (Μ ζεματίζω) 1. περιβρέχω κάποιον ή κάτι με βραστό υγρό («ζεματίζω το πιλάφι με βούτυρο») 2. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε βραστό υγρό 3. προξενώ εγκαύματα, καίω (α. «ζεματάει το τσάι» β. «ζεμάτισα τη γλώσσα μου») 4. (μέσ. παθ.)… …   Dictionary of Greek

  • ηλιοκαμένος — η, ο αυτός τού οποίου το δέρμα έχει υποστεί εγκαύματα από τις ακτίνες τού ήλιου ή έχει αλλάξει χρώμα …   Dictionary of Greek

  • θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»