Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐγκατάληψις

См. также в других словарях:

  • εγκατάληψις — ἐγκατάληψις, η (Α) σύλληψη αιχμαλώτων, αιχμαλώτιση …   Dictionary of Greek

  • ἐγκατάληψις — catching fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλήψει — ἐγκατάληψις catching fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐγκαταλήψεϊ , ἐγκατάληψις catching fem dat sg (epic) ἐγκατάληψις catching fem dat sg (attic ionic) ἐγκαταλαμβάνω catch in fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατάληψιν — ἐγκατάληψις catching fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλήψεων — ἐγκαταλήψεω̆ν , ἐγκατάληψις catching fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλήψεως — ἐγκαταλήψεω̆ς , ἐγκατάληψις catching fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»