-
1 εγκατάληψις
-
2 ἐγκατάληψις
-
3 εγκαταληψις
-
4 ἐγκατάληψις
A catching or being caught in a place, being hemmed in, Th.5.72; suppression of urine, Hp.Epid.6.2.7 (codd.sedleg. ἐγκατάλειψις).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατάληψις
-
5 ἐγκατάληψις
ἐγ-κατά-ληψις, ἡ, das (in einem Orte) Gefangennehmen -
6 εγκαταλήψει
ἐγκατάληψιςcatching: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐγκαταλήψεϊ, ἐγκατάληψιςcatching: fem dat sg (epic)ἐγκατάληψιςcatching: fem dat sg (attic ionic)ἐγκαταλαμβάνωcatch in: fut ind mid 2nd sg -
7 ἐγκαταλήψει
ἐγκατάληψιςcatching: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐγκαταλήψεϊ, ἐγκατάληψιςcatching: fem dat sg (epic)ἐγκατάληψιςcatching: fem dat sg (attic ionic)ἐγκαταλαμβάνωcatch in: fut ind mid 2nd sg -
8 εγκαταλήψεων
-
9 ἐγκαταλήψεων
-
10 εγκαταλήψεως
-
11 ἐγκαταλήψεως
-
12 εγκατάληψιν
-
13 ἐγκατάληψιν
См. также в других словарях:
εγκατάληψις — ἐγκατάληψις, η (Α) σύλληψη αιχμαλώτων, αιχμαλώτιση … Dictionary of Greek
ἐγκατάληψις — catching fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλήψει — ἐγκατάληψις catching fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐγκαταλήψεϊ , ἐγκατάληψις catching fem dat sg (epic) ἐγκατάληψις catching fem dat sg (attic ionic) ἐγκαταλαμβάνω catch in fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατάληψιν — ἐγκατάληψις catching fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλήψεων — ἐγκαταλήψεω̆ν , ἐγκατάληψις catching fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλήψεως — ἐγκαταλήψεω̆ς , ἐγκατάληψις catching fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)