-
1 εγκατειλήθη
-
2 ἐγκατειλήθη
См. также в других словарях:
ἐγκατειλήθη — ἐγκατειλέομαι to be cooped up in aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εγκατειλήθη
2 ἐγκατειλήθη
ἐγκατειλήθη — ἐγκατειλέομαι to be cooped up in aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)