-
1 ἐγκατατίθημι
ἐγ-κατα-τίθημι (s. τίϑημι), darin nieder-, hineinlegen; für sich hineinlegen, sich umlegen; übertr., τελαμῶνα ἑῇ ἐγκάτϑετο τέχνῃ, er fertigte das Weihgeschenk durch seine Kunst; ἄτην οὐ πρόσϑεν ἑῷ ἐγκάτϑετο ϑυμῷ, er hatte sie nicht erwogen; σὺ ταῠτα ἐνικάτϑεο ϑυμῷ, nimm es dir zu Herzen; u. eigtl., τεῷ ἐνικάτϑεο οἴκῳ, lege es im Hause nieder, zum Aufbewahren -
2 ἐγ-κάτ-θεο
ἐγ-κάτ-θεο u. ἐγκάτθετο, s. ἐγκατατίϑημι.
-
3 ἐνι-κατα-τίθημι
ἐνι-κατα-τίθημι, p. = ἐγκατατίϑημι, w. m. s.
См. также в других словарях:
εγκατατίθημι — ἐγκατατίθημι (AM) τοποθετώ μέσα σε κάτι μσν. μέσ. απονέμω ή αποδίδω κάτι σε κάποιον κατά την κρίση μου … Dictionary of Greek