-
1 εγκατακλώσαντας
-
2 ἐγκατακλώσαντας
См. также в других словарях:
ἐγκατακλώσαντας — ἐν , κατά κλώθω twist by spinning aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εγκατακλώσαντας
2 ἐγκατακλώσαντας
ἐγκατακλώσαντας — ἐν , κατά κλώθω twist by spinning aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)