-
1 εγκαιρια
-
2 εγκαίρια
-
3 ἐγκαίρια
-
4 ἐγκαιρία
ἐγκαιρ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαιρία
-
5 ἐγκαιρία
ἐγ-καιρία, ἡ, u. ἐγ-καιριότης, ητος, ἡ, die gelegene, rechte Zeit, das Angemessene, der ἀκαιρία entgeggstzt -
6 εγκαιρίας
ἐγκαιρίᾱς, ἐγκαιρίαseasonableness: fem acc plἐγκαιρίᾱς, ἐγκαιρίαseasonableness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ἐγκαιρίας
ἐγκαιρίᾱς, ἐγκαιρίαseasonableness: fem acc plἐγκαιρίᾱς, ἐγκαιρίαseasonableness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ἀ-καιρία
ἀ-καιρία, ἡ, 1) ungelegene Zeit, Unzeit; Ggstz ἐγκαιρία Plat. Polit. 305 d und καιρός Dem. 1, 24, wo es auch ungünstige Lage sein kann. – 2) zudringliches u. lästiges Betragen, eigtl. wer zur Unzeit stört, Theophr. Char. 12; mit ἀδικία verb., Plat. Conv. 182 a; vgl. Pol. 5, 15, 2; Plut. Pomp. 60 ἀκαιρίαν πράως φέρειν, die Zudringlichkeit ertragen. Bei Isocr. 12, 86 steht λόγου ακαιρία der συμμετρία entgegen, Unangemessenheit.
-
9 εγκαιρίη
-
10 ἐγκαιρίη
-
11 ἀκαιρία
ἀκαιρ-ία, ἡ,A unfitness of times, opp. ἐπικαιρία, Democr.26e (pl.); opp. εὐκαιρία, Pl.Phd. 272a; opp. ἐγκαιρία, Id.Plt. 305d; time of trouble, Lib.Or.59.38.2 of bad seasons, unseasonableness, ἐνιαυτῶν πολλῶν ἀ. Pl.Lg. 709a(pl.);τῶν πνευμάτων Arist.Pr. 941b25
(pl.).5 opp. καιρός, want of opportunity, ; want of time, Plu.2.130e.II of persons, tactlessness, Thphr.Char.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκαιρία
-
12 ἐγκαιριότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαιριότης
См. также в других словарях:
εγκαιρία — ἐγκαιρία, η (AM) κατάλληλος καιρός … Dictionary of Greek
ἐγκαίρια — ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc pl ἐγκαίριος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαιρίας — ἐγκαιρίᾱς , ἐγκαιρία seasonableness fem acc pl ἐγκαιρίᾱς , ἐγκαιρία seasonableness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαιρίη — ἐγκαιρία seasonableness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαιρία — η (Α ἀκαιρία) (Ν και ακαιριά) [άκαιρος] καιρικές συνθήκες επιβλαβείς για τη γεωργία αρχ.1. ακαταλληλότητα τών περιστάσεων (αντίθ. τών ευκαιρία, εγκαιρία, επικαιρία) 2. έλλειψη ευκαιρίας (αντίθ. τού καιρός) 3. ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια,… … Dictionary of Greek