-
1 εγκαθιδρύσθαι
-
2 ἐγκαθιδρῦσθαι
См. также в других словарях:
ἐγκαθιδρῦσθαι — ἐγκαθῑδρῦσθαι , ἐγκαθιδρύω erect perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εγκαθιδρύσθαι
2 ἐγκαθιδρῦσθαι
ἐγκαθιδρῦσθαι — ἐγκαθῑδρῦσθαι , ἐγκαθιδρύω erect perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)