-
1 εγκαθιδρυμένη
ἐγκαθῑδρῡμένη, ἐγκαθιδρύωerect: perf part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἐγκαθῑδρῡμένῃ, ἐγκαθιδρύωerect: perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἐγκαθιδρυμένη
Βλ. λ. εγκαθιδρυμένη -
3 ἐγκαθιδρυμένῃ
Βλ. λ. εγκαθιδρυμένη
См. также в других словарях:
ἐγκαθιδρυμένη — ἐγκαθῑδρῡμένη , ἐγκαθιδρύω erect perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαθιδρυμένῃ — ἐγκαθῑδρῡμένῃ , ἐγκαθιδρύω erect perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)