-
1 εγκαθεύδειν
-
2 ἐγκαθεύδειν
-
3 ἐγκαθεύδω
A sleep among, Arist.HA 610b31; sleep upon,ποδήρη ὦτα ὡς ἐγκαθεύδειν Str. 15.1.57
;στιβάδα ἐγκαθεύδειν τινὶ παρασκευάσαι Ael.NA6.42
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαθεύδω
См. также в других словарях:
ἐγκαθεύδειν — ἐν καθεύδω lie down to sleep pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)