-
1 εγκαθειργνυμι
досл. держать взаперти, перен. замыкать, держать в связанном состоянии(ἥ ἀναθυμίασις ἐγκαθειργνυμένη τοῖς ὑγροῖς Plut.)
См. также в других словарях:
εγκαθειργνύω — ἐγκαθειργνύω και ἐγκαθείργω και ἐγκαθείργνυμι (AM) εγκλείω, περιορίζω, φυλακίζω … Dictionary of Greek