-
1 εγκαθαρμοζω
-
2 εγκαθαρμοττω...
ἐγκαθαρμόττω...ἐγκαθαρμόζω, ἐγκαθαρμόττωвсовывать, вдевать
См. также в других словарях:
εγκαθαρμόζω — ἐγκαθαρμόζω (Α) συναρμόζω μέσα σε κάτι άλλο … Dictionary of Greek
1 εγκαθαρμοζω
2 εγκαθαρμοττω...
εγκαθαρμόζω — ἐγκαθαρμόζω (Α) συναρμόζω μέσα σε κάτι άλλο … Dictionary of Greek