-
1 ἐγκάθημαι
ἐγκάθημαι (ἐν + κατά + ἕζομαι; Aristoph., X.+; Herm. Wr. 16, 14; LXX) gener. ‘to sit in’, to take a position in, reside, dwell εἴς τι (Judg 2:2) fig., of grief in the heart Hm 10, 3, 3 (Polyb. 2, 23, 7 ἐγκαθημένου τ. ψυχαῖς τοῦ φόβου).—S. DELG s.v. ἕζομαι. -
2 ἐγκάθημαι
+ V 16-3-3-1-1=24 Gn 49,17; Ex 23,31.33; 34,12.15to lie in wait Gn 49,17; to lie Ez 29,3; to dwell Ex 23,31; to encamp Nm 22,5 Cf. TOV 1984a 69(Gn 49,17) -
3 ἐγκάθημαι
A sit in or on, X.Eq.1.11; lie in ambush,ἐν τοῖς τρίβωσιν Ar.Ach. 343
, cf. Th. 600;ἐ. καὶ ἐνεδρεύειν Aeschin.3
. 206; of garrisons, lie in a place, Plb.18.11.6, J.BJ5.1.2; lie couched in, as the men in the Trojan horse, Pl.Tht. 184d: metaph., ἐ. μεταξύ .. Id.Prm. 156d;ἐγκαθημένον ταῖς ψυχαῖς τοῦ φόβου Plb.2.23.7
;ἐμπόδιον ἐγκαθήμενον Plot.6.9.7
; take one's stand upon, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκάθημαι
-
4 εγκάθηνται
-
5 ἐγκάθηνται
-
6 εγκάθηται
ἐγκάθημαιsit in: pres ind mid 3rd sgἐγκάθημαιsit in: pres ind mid 3rd sg (ionic)ἐγκαθίημιlet down: aor subj mid 3rd sg -
7 ἐγκάθηται
ἐγκάθημαιsit in: pres ind mid 3rd sgἐγκάθημαιsit in: pres ind mid 3rd sg (ionic)ἐγκαθίημιlet down: aor subj mid 3rd sg -
8 εγκαθήσθω
-
9 ἐγκαθήσθω
-
10 εγκάθη
-
11 ἐγκάθῃ
-
12 ἧμαι
(→ἀποκαθἧμαι, ἐγκαθἧμαι, καθἧμαι, περικαθἧμαι,,)
См. также в других словарях:
εγκάθημαι — ἐγκάθημαι (Α) 1. κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι 2. ενεδρεύω 3. φρουρώ, φυλάσσω 4. μένω πιστός σε κάτι … Dictionary of Greek
ἐγκάθηνται — ἐγκάθημαι sit in pres ind mid 3rd pl ἐγκάθημαι sit in pres ind mid 3rd pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάθηται — ἐγκάθημαι sit in pres ind mid 3rd sg ἐγκάθημαι sit in pres ind mid 3rd sg (ionic) ἐγκαθίημι let down aor subj mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαθήσθω — ἐγκάθημαι sit in pres imperat mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάθῃ — ἐγκάθημαι sit in pres ind mid 2nd sg ἐγκαθίημι let down aor subj mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήμαι — ἧμαι (Α) 1. είμαι καθισμένος, κάθομαι 2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.) 3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω 4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ 5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται»… … Dictionary of Greek
επεγκάθημαι — ἐπεγκάθημαι (Μ) εγκαθισταμαι σε κάτι, κάθομαι επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκάθημαι «κάθομαι»] … Dictionary of Greek
παρεγκάθημαι — Α κάθομαι δίπλα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγκάθημαι] … Dictionary of Greek
προεγκάθημαι — Α ενυπάρχω εκ τών προτέρων («οἱ διὰ τὰς προεγκαθημένας αὐτοῑς ὁρμὰς ὀλιγωροῡντες τοῡ καθήκοντος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκάθημαι «ενεδρεύω, ελλοχεύω»] … Dictionary of Greek
ԴԱՐԱՆԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0603 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c, 13c ձ. λοχάγω, ἑνεδρεύω, ἑγκάθημαι ἑνέδρα եւն. insidior, in insidiis sum որ եւ ԴԱՐԱՆԱՆԱԼ. Ի դարան մտանել. դարանակալ լինել. նստիլ ի թաքստեան եւ դիտել. բունել. եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՆՍՏԻՄ — (նստայ, նիստ, նստարու՛ք.) NBH 2 0454 Chronological Sequence: Early classical, 7c ձ. καθίζω, ομαι, καθήμαι, θρονίζομαι sedeo ἑγκάθημαι insideo ἑπιβαίνω ascendo եւն. Ի նիստ կալ, կամ հանգչել ʼի վերայ զըստի. բազմիլ. ʼի ստոր զետեղիլ, կամ ʼի վայր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)