-
1 εγειράσης
-
2 ἐγειράσης
См. также в других словарях:
ἐγειράσης — ἐγειρά̱σης , ἐγείρω awaken aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εγειράσης
2 ἐγειράσης
ἐγειράσης — ἐγειρά̱σης , ἐγείρω awaken aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)