-
1 εγγυθεν
I(ῠ) adv.1) на близком расстоянии, близко, вблизи(εἶναι, ἱστάναι Hom. и παρεῖναι Aesch.)
ὅ ἐ. Arst. — близкий2) на близкое расстояние, близко(ἐλθεῖν Hom. и προσελθεῖν Plat.)
3) с близкого расстояния, вблизи(σκοπεῖν Soph. и ἰδεῖν Dem.)
4) близко, скоро(ἐ. ἦμαρ ὀλέθριον Hom.)
5) в близком родстве(εἶναί τινι Hom.)
IIв знач. praep. близ(τινός и τινί Hom.)
-
2 εγγύθεν
επίρρ. вблизи, близко, с близкого расстояния -
3 ουτις
οὔ-τι, gen. οὔτινος тж. раздельно1) никто, ничто(οὔ. Δαναῶν Hom.)
οὔτινες ἐγγύθεν εἰσίν Hom. — никого (тут) нет рядом2) ни один, никакой(οὔ. ἀνήρ Hom.)
προφήτας οὔτινας ματεύομεν Aesch. — мы никаких прорицателей не ищем
См. также в других словарях:
εγγύθεν — ἐγγύθεν επίρρ. (AM) 1. από κοντά 2. κοντά 3. κοντά σε κάποιον … Dictionary of Greek
ἐγγύθεν — from nigh at hand indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'γγύθεν — ἐγγύθεν , ἐγγύθεν from nigh at hand indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀγγύθεν — ἐγγύθεν , ἐγγύθεν from nigh at hand indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀγγύθεν — ἐγγύθεν , ἐγγύθεν from nigh at hand indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
близь — (374) I. Нар. и нескл. пр. 1.О пространстве. Близко и близок: боудеть близь торгъ. кде коупити. КН 1280, 533а; на(м) суть кнѩзи Муромьскыѣ. и Рѩзаньскыи близь в сусѣде(х). ЛЛ 1377, 125 об. (1175); и чернiло готово. и клеветарь бли(з). (ἐγγύς) ГБ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επαγλαΐζω — ἐπαγλαΐζω (Α) 1. λαμπρύνω, στολίζω κάτι ακόμη πιο πολύ 2. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, κομπάζω («οὐδὲ ἕ φημι δηρὸν ἐπαγλαϊεῑσθαι, ἐπεὶ φόνος ἐγγύθεν αὐτῷ», Ομ. Ιλ.) 3. παθ. ετοιμάζομαι, συγυρίζομαι καλά, επιδεικτικά («ἀναμένουσιν ὧδ… … Dictionary of Greek
ορέγομαι — (ΑΜ ὀρέγω, ὀρέγομαι) επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ (α. «κι όσοι ορεγόνταν γράμματα και μάθηση και γνώση», Ζέρβ. β. «εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο», Χρον. Μορ. γ. «καὶ ὀρέγηται τοιοῡτος γενέσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. ενεργ. ὀρέγω α) εκτείνω … Dictionary of Greek
συμπαρίπταμαι — Α 1. πετώ μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («ἀετῷ νεοσσὸς ἐγγύθεν συμπαριπτάμενος», Γρηγ. Ναζ.) 2.μτφ. παρακολουθώ κάτι κατά την πτήση του («συμπαρίπταται δὲ τοῑς πτηνοῑς τῇ τοῡ νοῡ δυνάμει», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρίπταμαι «πετώ … Dictionary of Greek
τόφρα — Α επίρρ. 1. χρον. για τόσο χρονικό διάστημα, ώς τότε («ὄφρα ὅ γε ταῡτα ἐπονεῖτο... τόφρα οἱ ἐγγύθεν ἦλθε θεὰ Θέμις», Ομ. Ιλ.) 2. εν τω μεταξύ, στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα («τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη», Ομ. Οδ.) 3. (αναφορ.) όφρα* … Dictionary of Greek
ՄՕՏ — ( ) NBH 2 0310 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 12c, 13c նխ.մ. πλησίον prope ἑχόμενον contiguum, conjunctum ἅσσον propius. եւ բայիւ πάρειμι adsum ἑγγίζω appropinquo, accedo եւն. Մերձ. հուպ. առընթեր.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)