Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐγγύησις

См. также в других словарях:

  • ἐγγύησις — security fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγυήσει — ἐγγύησις security fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐγγυήσεϊ , ἐγγύησις security fem dat sg (epic) ἐγγύησις security fem dat sg (attic ionic) ἐγγυάω give aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ἐγγυάω give fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ἐγγυάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭНГИЕСИС —    • Έγγύησις,          см. Matrimonium, Брак, 3, см. Nuptiae, Свадьба, 3 …   Реальный словарь классических древностей

  • ЭНГИЕСИС —    • Έγγύησις,          см. Matrimonium, Брак, 3, см. Nuptiae, Свадьба, 3 …   Реальный словарь классических древностей

  • ἐγγυήσηι — ἐγγύησις security fem dat sg (epic) ἐγγυήσῃ , ἐγγυάω give aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐγγυήσῃ , ἐγγυάω give aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐγγυήσῃ , ἐγγυάω give fut ind mid 2nd sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγύησιν — ἐγγύησις security fem acc sg ἐγγυάω give pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγγύηση — (Νομ.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στο αστικό δίκαιο η σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με την οποία ένα πρόσωπο, ο εγγυητής, αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στον δανειστή ότι θα του καταβληθεί η μελλοντική οφειλή ή εκείνη που ήδη υπάρχει …   Dictionary of Greek

  • πανεγγύησις — ή, Α εγγύηση για όλους ή για όλα, γενική εγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εγγύησις] …   Dictionary of Greek

  • στασάνη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐγγύησις, ἐνέχυρον, ὑποθήκη». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. είναι ορθά παραδεδομένος, εντάσσεται στην οικογένεια τού ἵστημι* / στήσομαι] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • ἐγγυήσεων — ἐγγυήσεω̆ν , ἐγγύησις security fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»