Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐγγόνη

См. также в других словарях:

  • ἐγγόνη — grandson fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγόνῃ — ἐγγόνη grandson fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγγονή — η βλ. εγγονός …   Dictionary of Greek

  • τρισέγγονος — εγγονή, ο / τρισέγγονος, ον, ΝΜ, και τ. θηλ. τρισέγγονα και τ. ουδ. τρισεγγόνι, Ν το παιδί τού δισέγγονου σε σχέση με τον πατέρα τού παππού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ /τρι * + ἔγγονος] …   Dictionary of Greek

  • ἐγγόνην — ἐγγόνη grandson fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγόνης — ἐγγόνη grandson fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγγονός — και έγγονος και αγγονός και άγγονας, ο θηλ. εγγονή και εγγόνη και αγγονή και εγγόνισσα, η ουδ. εγγόνι και αγγόνι, το (AM ἔγγονος, ο θηλ. ἐγγόνη και ἔγγονος, η) το παιδί τού γιου ή τής κόρης κάποιου (αρχ. μσν.) νεοσσός, μικρό πουλί αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… …   Dictionary of Greek

  • Ευρυδίκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Δρυάδες νύμφες ή κόρη του Απόλλωνα, σύζυγος του κιθαρωδού Ορφέα. Η Ε. πέθανε από δάγκωμα φιδιού, αλλά ο απαρηγόρητος σύζυγός της κατόρθωσε με το τραγούδι του να συγκινήσει τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, οι… …   Dictionary of Greek

  • Τζαβέλας — Γράφεται και Τζαβέλλας. Επώνυμο σουλιώτικης φάρας πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν τόσο πριν την Επανάσταση, όσο και στη διάρκειά της. Σημαντικότεροι ήταν: 1. Γεώργιος. Δευτερότοκος γιος του Λάμπρου και αδελφός του Φώτου. Έπεσε ηρωικά το 1802 σε …   Dictionary of Greek

  • έγγονος — έγγονος, ο και εγγόνας, ο και εγγονός, ο και αγγονός, ο και άγγονας, ο θηλ. εγγόνη και εγγονή και εγγόνα και αγγόνη και αγγόνα ουδ. εγγόνι και αγγόνι το παιδί του γιου ή της κόρης κάποιου αναφορικά με αυτόν (τον παππού ή τη γιαγιά) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»