-
1 εγγόνη
ἐγγόνηgrandson: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἐγγόνηgrandson: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 εγγονή
εγγονή η внучка -
3 ἐγγόνη
Βλ. λ. εγγόνη -
4 ἐγγόνῃ
Βλ. λ. εγγόνη -
5 εγγονή
[энгони] ουσ. Θ. внучка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εγγονή
-
6 εγγονή
[энгони] ουσ θ внучка. -
7 εγγονή
la ne'ta -
8 ἐγγόνη
ἐγ-γόνη, ἡ, Enkelin -
9 внучка
-
10 внучка
внучкаж ἡ ἐγγονή. -
11 εγγόνα
η см. εγγονή -
12 εγγόνην
-
13 ἐγγόνην
-
14 εγγόνης
-
15 ἐγγόνης
-
16 внучка
[βνούτσκα] ουσ. θ. εγγονή -
17 внучка
[βνούτσκα] ουσ θ εγγονή -
18 внучка
-и θ.εγγονή, αγγονή, -νιά. -
19 προέγγονος
προέγγονος, ὁ,A great-grandson, CIG4380b1.7 ([place name] Cibyra), Ephes.3.17, Just.Nov.18.4Intr.: also fem. [suff] προδρομ-εγγόνη, great-granddaughter, Cod. Just.6.48.1.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προέγγονος
-
20 ἔγγονος
ἔγγονος, ὁ, properly,A grandson, D.H.6.37, etc.: [full] ἐγγόνη, ἡ, grand-daughter, IGRom.4.882 ([place name] Themisonium), Artem.4.69, Lyd.Mag.2.1; also ἔγγονος, ἡ, Plu.Per.3.2 simply, = ἔκγονος, descendant, Pl.R. 364e, D.19.48,54, etc.; ἔκγ- is v.l. in ll.cc., and may be right in Arist.Pol. 1335a13, cf. ib. b30; issue,Inscr.Cos
36a4, PFreib.10.8, etc.; of animals, Ph.2.396, al.;Ἔρως πυρὸς ἔγγονε APl.4.212
(Alph.).3 productive, κακίας, μνήμης, Callistr.Stat. 10. [ ἔγγ- may represent ἔκγ- (q.v.), both forms are found in [dialect] Att. Inscrr. up to ca. 300 B.C.; ἔγγ- is rare in Hellenistic Greek, OGI49.12 (iii B. C.), PTeb.124.25,33 (ii B. C.); but more freq. later; ἐνγ- is written in SIG333.25 (Samos, iv B. C.), dub. in CIG 3185 ([place name] Smyrna).]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔγγονος
См. также в других словарях:
ἐγγόνη — grandson fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγόνῃ — ἐγγόνη grandson fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγγονή — η βλ. εγγονός … Dictionary of Greek
τρισέγγονος — εγγονή, ο / τρισέγγονος, ον, ΝΜ, και τ. θηλ. τρισέγγονα και τ. ουδ. τρισεγγόνι, Ν το παιδί τού δισέγγονου σε σχέση με τον πατέρα τού παππού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ /τρι * + ἔγγονος] … Dictionary of Greek
ἐγγόνην — ἐγγόνη grandson fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγόνης — ἐγγόνη grandson fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγγονός — και έγγονος και αγγονός και άγγονας, ο θηλ. εγγονή και εγγόνη και αγγονή και εγγόνισσα, η ουδ. εγγόνι και αγγόνι, το (AM ἔγγονος, ο θηλ. ἐγγόνη και ἔγγονος, η) το παιδί τού γιου ή τής κόρης κάποιου (αρχ. μσν.) νεοσσός, μικρό πουλί αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… … Dictionary of Greek
Ευρυδίκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Δρυάδες νύμφες ή κόρη του Απόλλωνα, σύζυγος του κιθαρωδού Ορφέα. Η Ε. πέθανε από δάγκωμα φιδιού, αλλά ο απαρηγόρητος σύζυγός της κατόρθωσε με το τραγούδι του να συγκινήσει τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, οι… … Dictionary of Greek
Τζαβέλας — Γράφεται και Τζαβέλλας. Επώνυμο σουλιώτικης φάρας πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν τόσο πριν την Επανάσταση, όσο και στη διάρκειά της. Σημαντικότεροι ήταν: 1. Γεώργιος. Δευτερότοκος γιος του Λάμπρου και αδελφός του Φώτου. Έπεσε ηρωικά το 1802 σε … Dictionary of Greek
έγγονος — έγγονος, ο και εγγόνας, ο και εγγονός, ο και αγγονός, ο και άγγονας, ο θηλ. εγγόνη και εγγονή και εγγόνα και αγγόνη και αγγόνα ουδ. εγγόνι και αγγόνι το παιδί του γιου ή της κόρης κάποιου αναφορικά με αυτόν (τον παππού ή τη γιαγιά) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)