1 εγγλυσσω
(ἥ ρίζα τοῦ λωτοῦ ἐγγλύσσει Her.)
Древнегреческо-русский словарь > εγγλυσσω
εγγλύσσω — ἐγγλύσσω (Α) έχω γλυκιά γεύση … Dictionary of Greek
ἐγγλύσσει — ἐγγλύσσω to have a sweet taste pres ind mp 2nd sg ἐγγλύσσω to have a sweet taste pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)