Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐγγλωττογάστωρ

См. также в других словарях:

  • ἐγγλωττογάστωρ — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγλωττογαστόρων — ἐγγλωττογάστωρ masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγλωττογάστορες — ἐγγλωττογάστωρ masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»