-
1 ἐγγιγνώσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγγιγνώσκω
См. также в других словарях:
εγγιγνώσκω — ἐγγιγνώσκω (Α) αναγνωρίζω … Dictionary of Greek
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek