-
1 εγγαστριμάχαιραν
-
2 ἐγγαστριμάχαιραν
См. также в других словарях:
ἐγγαστριμάχαιραν — ἐγγαστριμάχαιρα one who makes havoc with his belly. fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εγγαστριμάχαιραν
2 ἐγγαστριμάχαιραν
ἐγγαστριμάχαιραν — ἐγγαστριμάχαιρα one who makes havoc with his belly. fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)