-
1 εγαμίζοντο
-
2 ἐγαμίζοντο
-
3 ἐγαμίζοντο
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐγαμίζοντο
См. также в других словарях:
ἐγαμίζοντο — γαμίζω give imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)