-
1 εβρωμάτισεν
-
2 ἐβρωμάτισεν
См. также в других словарях:
ἐβρωμάτισεν — βρωματίζω give to eat aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εβρωμάτισεν
2 ἐβρωμάτισεν
ἐβρωμάτισεν — βρωματίζω give to eat aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)