Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐαρινῆς

См. также в других словарях:

  • ἐαρινῆς — ἐαρινός of spring fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐαρινῇς — ἐαρινός of spring fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πόλους τής γήινης σφαίρας ή ο σχετικός με τους πόλους 2. ο σχετικός με τους πόλους μαγνήτη ή ηλεκτρικής στήλης 3. όρος που χρησιμοποιείται στη φυσικοχημεία για να χαρακτηρίσει τα μόρια τα οποία δρουν …   Dictionary of Greek

  • весньныи — (2*) пр. Весенний: Аште которыи еп(с)пъ. ли по(п). ли ди˫аконъ. ст҃ыи д҃нь пасхы. преже весньнааго равьнод҃ньства съ июдеи сътворить. да извьржетьсѩ (ἐαρινῆς) КЕ XII, 14; Ластовицѣ тишиноу проповѣдають намъ весненоую. Пч к. XIV, 47 об …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • NUPTIALE Tempus — accurate semper observatum. Et quidem apud Hebraeos, dote constitutâ, deducere Sponsam Sponso licuit, ita tamen, ut tum temporis morae ratio haberetur, tum dierum Deductioni ex more praestitutorum. Nempe minor in potestate patria desponstat, nisi …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… …   Dictionary of Greek

  • Τράντας — ο, Ν φρ. «κηλίδες Τράντα» ιατρ. μικρές ωχρόλευκες οξιδιοειδείς κηλίδες που εμφανίζονται στον κερατοειδή κοντά στο σκληροκερατοειδές όριο επί εαρινής επιπεφυκίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Trantas (dots), από το όν. τού Έλληνα οφθαλμολόγου τής… …   Dictionary of Greek

  • άνοιξη — Εποχή του έτους, μεταξύ της εαρινής ισημερίας και του θερινού ηλιοστασίου. Στο βόρειο ημισφαίριο αρχίζει στις 21 Μαρτίου, τελειώνει στις 21 Ιουνίου και διαρκεί 93 ημέρες. Οι ημέρες έχουν μέση διάρκεια και συνεχώς μεγαλώνουν. Ο ήλιος περνά από… …   Dictionary of Greek

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»