-
1 εαριναί
-
2 ἐαριναί
-
3 ἠέριος
A early, at or with early morn,ἠερίη δ' ἀνέβη μέγαν οὐρανόν Il.1.497
, cf. 557, 3.7 (Sch. ἐαριναί), Od.9.52, A.R.3.417.II later, ([etym.] ἠήρ) misty, dimly seen, Arat.349, A.R.1.580, 4.1239.2 high in air,ἠ. Γεράνεια Simon.114
; of birds, Opp.C.1.380, H.3.203; of flying-fish, ib.1.430;ἄγραι AP6.180
(Arch.), cf. Nonn.D.7.315, al. -
4 ἐαρινός
ἐαρινός, ή, όν (Hom. [εἰαρ-] et al.; Diod S 5, 41, 6; ins, pap; Philo, Mos. 2, 186 al.) pert. to the season between winter and summer, of spring καιροὶ ἐ. seasons of spring (as Philo, Op. M. 153 ἐαριναὶ ὧραι) 1 Cl 20:9.—DELG s.v. ἔαρ 2.
См. также в других словарях:
ἐαριναί — ἐαρινός of spring fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 595 μ.) στην πρώην επαρχία Αλμωπίας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της επαρχίας, κοντά στα σύνορα με τη Νοτιοσλαβία. * * * η (ΑΜ νοτία, Α ιων. τ. νοτίη) καιρός γεμάτος υγρασία, υγρός καιρός νεοελλ. το… … Dictionary of Greek