-
1 κρημνός
κρημνός, ὁ (κρεμάννυμι), ein abschüssiger, steiler, jäher Ort, Abhang, abschüssiger Berg- u. Uferrand; Il. 21, 233; ποταμοῖο κατὰ δεινοῖο ῥέεϑρα πτῶσσον ὑπὸ κρημνούς 21, 26; Ἀλφεοῠ Pind. Ol. 3, 23; von einem Graben, κρημνοὶ γὰρ ἐπηρεφέες περὶ πᾶσαν ἕστασαν ἀμφοτέρωϑεν Il. 12, 53, öfter; Μυσίων ἀπὸ κρημνῶν Soph. Ai. 721; Eur. Hipp. 124; schroffe Felsenmauer, Ar. Equ. 633; κατὰ τῶν κρημνῶν ῥίπτοντες ἑαυτούς, βιασϑέντες ἅλλεσϑαι Thuc. 7, 45, wie κατὰ κρημνῶν ῥιφέντες Plat. Legg. XII, 944 a, Sp., wie Pol. 3, 55, 6. – Bei Galen. die Schamlefzen, wie Poll. 2, 174. – Auch der Rand eines Geschwüres, Hippocr.
-
2 κρημνός
κρημνός, ὁ, ein abschüssiger, steiler, jäher Ort, Abhang, abschüssiger Berg- u. Uferrand; von einem Graben; schroffe Felsenmauer; die Schamlefzen. Auch der Rand eines Geschwüres -
3 πρό-κρημνος
πρό-κρημνος, vorn abschüssig, Ios.
-
4 παρά-κρημνος
παρά-κρημνος, an den Seiten abschüssig, jäh, steil; ὁδός, Strab. IX, 391; ἀτραπός, D. Sic. 11, 8; a. Sp.
-
5 περί-κρημνος
περί-κρημνος, ringsum abschüssig; Polyaen. 4, 15, zw.; Plut. Sull. 16.
-
6 πολύ-κρημνος
πολύ-κρημνος, mit vielen steilen Abhängen, Hesych.
-
7 φιλό-κρημνος
φιλό-κρημνος, steile Felsen liebend, αἰγινόμος Leon. Alex. 12 (VI, 221).
-
8 κατά-κρημνος
κατά-κρημνος, abschüssig, steil; χῶρος Batrach. 153; Sp.
-
9 βαθύ-κρημνος
βαθύ-κρημνος, tief abschüssig. ἀκταί Pind. N. 9, 40; νῆσος Dion. Per. 618; ἅλς, mit steilen Uferabhängen, Pind. I. 3, 74.
-
10 ἀπό-κρημνος
ἀπό-κρημνος, abschüssig, steil, ὄρος Her. 1, 111; χώρα 8, 53; Thuc. 4, 31; Dem. 25, 76 τὰ ἀπόκρημνα; Sp.
-
11 ἀμφί-κρημνος
ἀμφί-κρημνος, rings mit schroffen Abhängen umgeben, ἄγκος Eur. Bacch. 1049; dah. gefährlich, ἀπάτη Luc. Philopatr. 16; ἐρώτημα, verfängliche Frage, Greg. Naz.
-
12 ἀγχί-κρημνος
ἀγχί-κρημνος Αἴγυπτος, Pind. frg. 50, vielleicht: dicht an Höhen gelegen.
-
13 ἐπί-κρημνος
ἐπί-κρημνος, steil, abschüssig, Pherecyd. bei Schol. Od. 11, 23 u. Sp.
-
14 ἐΰ-κρημνος
ἐΰ-κρημνος, mit schönen Felsabhängen, τέρματα, Opp. C. 3, 251.
-
15 ὑπό-κρημνος
ὑπό-κρημνος, etwas steil, abschüssig, Strab. XIV.
-
16 ὑψηλό-κρημνος
ὑψηλό-κρημνος, mit hohen Abhängen od. Ufern, πέτραι Aesch. Prom. 5.
-
17 ὑψί-κρημνος
ὑψί-κρημνος, mit hohen, steilen Abhängen; Hom. ep. 6, 5; πόλισμα, Aesch. Prom. 419; Her. vit. Hom. 17.
-
18 ἱππό-κρημνος
ἱππό-κρημνος, roßsteil, ῥῆμα, ein hochtrabendes, halsbrechendes Wort, Ar. Ran. 929. Vgl. ἱπποβάμων.
-
19 κρημν-ώδης
κρημν-ώδης, ες, einem κρημνός ähnlich, abschüssig, steil; Thuc. 7, 84; τὸ κρημνῶδες τῆς ὄχϑης Plut. Timol. 31; κρημνωδέστατος Hdn. 6, 5, 11.
-
20 κρήμνημι
κρήμνημι, hinabstürzen, -werfen ( κρημνός). hängen, schweben lassen (κρεμάννυμι); ἄγκυραν κρημνάντων Pind. P. 4, 25; κρήμνη, imperat., Eur. fr. inc. 150; ἐκρήμνη τινάς, er ließ sie aufhängen, App. Mithr. 97. – Med. κρήμναμαι, herabhangen, schweben; ὕπερϑ' ὀμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν Aesch. Spt. 211; ἐκρήμνατο Eur. El. 1217; Sp., wie Ath. XIII, 585 e; App. B. C. 1, 66.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κρημνός — overhanging bank masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρημνός — ο (AM κρημνός) απότομο πρανές με γεώδη υλικά που είναι σχεδόν κατακόρυφο και σχηματίζεται κατά μήκος τών ακτογραμμών ή τών κλιτύων, γκρεμός («θαλάσσιος κρημνός») νεοελλ. ιατρ. τμήμα ιστού ή οστού στο οποίο διατηρούνται τα τροφοφόρα αγγεία και το… … Dictionary of Greek
Ἔμπροσθεν κρημνός, ὄπισθεν λύκοι. — ἔμπροσθεν κρημνός, ὄπισθεν λύκοι. См. Меж двух огней … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κρημνοί — κρημνός overhanging bank masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρημνούς — κρημνός overhanging bank masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρημνόν — κρημνός overhanging bank masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γκρεμός — και γκρεμνός, ο και γκρεμνό, το (πληθ. γκρεμοί, οι και γκρεμνά, τα) (AM κρημνός, ο Μ κρημνόν και γκρέμνο και κρέμνο, το) ψηλός και απότομος βράχος μσν. νεοελλ. 1. επικίνδυνο σημείο, κίνδυνος 2. δύσκολες περιστάσεις νεοελλ. «μπρος γκρεμός και πίσω … Dictionary of Greek
κατάκρημνος — κατάκρημνος, ον (AM) απόκρημνος, απότομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρημνος (< κρημνός), πρβλ. από κρημνος, περί κρημνος] … Dictionary of Greek
πολύκρημνος — ον, ΜΑ (για τόπο) αυτός που έχει πολλούς γκρεμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρημνος (< κρημνός «γκρεμός, φαράγγι»), πρβλ. βαθύ κρημνος, υψί κρημνος) … Dictionary of Greek
παράκρημνος — ον, Α 1. (για χείλος γκρεμού) κρημνώδης στα πλάγια, απότομος 2. (γενικά) απόκρημνος («πρὸς χωρία πετρώδη και παράκρημνα», Πλούτ.) 3. (για ποτάμι) αυτός που έχει κρημνώδεις όχθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κρημνός (πρβλ. από κρημνος, κατά κρημνος)] … Dictionary of Greek
περίκρημνος — ον, Α απόκρημνος, απότομος από όλες τις πλευρές («λόφος ἐλείπετο πετρώδης καὶ περίκρημνος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κρημνός (πρβλ. από κρημνος)] … Dictionary of Greek