-
1 ἐΰσσωτρος
ἐΰσσωτρος, ep. = εὔσελμος, εὔ. σωτρος.
-
2 ευσσωτρος
-
3 ευσωτρος
-
4 ἐΰσσελμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐΰσσελμος
См. также в других словарях:
εΰσσωτρος — ἐΰσσωτρος, ον (Α) βλ. εύσωτρος … Dictionary of Greek
εύσωτρος — εὔσωτρος, ον και επικ. τύπος ἐϋσσωτρος, ον (Α) (για άμαξα) αυτός που έχει καλά σώτρα, τροχούς σε καλή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σώτρον «κυκλικό, περιφερειακό τμήμα τού τροχού» (< σεύομαι «ορμώ»)] … Dictionary of Greek