-
1 ευρρείτην
ἐύρρειτοςfem acc sg (attic epic ionic)ἐϋρρείτην, ἐυρρείτηςmasc acc sg (attic epic ionic) -
2 ἐυρρείτην
ἐύρρειτοςfem acc sg (attic epic ionic)ἐϋρρείτην, ἐυρρείτηςmasc acc sg (attic epic ionic) -
3 ευρρείτης
-
4 ἐυρρείτης
-
5 ευρρείτου
-
6 ἐυρρείτου
-
7 ἐϋρρείτης
AΣατνιόεντος ἐϋρρείταο Il.6.34
;Αἴγυπτον ἐϋρρείτην Od.14.257
;Σιμόεντι ἐπ' εὐρείτᾳ E.Tr. 810
(lyr.);εὐρείτας οἶνος Philox.16
: [full] ἐΰρρειτος, η, ον, prob. in Orac. ap. Paus.5.7.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐϋρρείτης
См. также в других словарях:
εΰρρειτος — ἐΰρρειτος, είτη, ον (Α) ο ευρρεής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρειτος (< *ρεFετος < ρέω < ρεFω)] … Dictionary of Greek
ἐυρρείτην — ἐύρρειτος fem acc sg (attic epic ionic) ἐϋρρείτην , ἐυρρείτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυρρείτης — ἐύρρειτος fem gen sg (attic epic ionic) ἐϋρρείτης , ἐυρρείτης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυρρείτου — ἐύρρειτος masc/neut gen sg ἐϋρρείτου , ἐυρρείτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)