Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐΰρρειτος

См. также в других словарях:

  • εΰρρειτος — ἐΰρρειτος, είτη, ον (Α) ο ευρρεής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρειτος (< *ρεFετος < ρέω < ρεFω)] …   Dictionary of Greek

  • ἐυρρείτην — ἐύρρειτος fem acc sg (attic epic ionic) ἐϋρρείτην , ἐυρρείτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυρρείτης — ἐύρρειτος fem gen sg (attic epic ionic) ἐϋρρείτης , ἐυρρείτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυρρείτου — ἐύρρειτος masc/neut gen sg ἐϋρρείτου , ἐυρρείτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»