-
1 εὔκρηνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔκρηνος
-
2 εύκρηνον
-
3 εὔκρηνον
См. также в других словарях:
εύκρηνος — εὔκρηνος, ον, επικ. τ. ἐΰκρηνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ωραίες κρήνες, βρύσες 2. αυτός που αρδεύεται καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρηνος (< κρήνη), πρβλ. αγχί κρηνος, καλλί κρηνος] … Dictionary of Greek
εὔκρηνον — εὔκρηνος well watered masc/fem acc sg εὔκρηνος well watered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek