-
1 Ατλας
-
2 Άτλας
(-αντος) ο миф. Атлант;§ είναι Άτλας υπομονής — у него Ангельское терпение
-
3 άτλας
(-αντος) ο атлас (географический, анатомический) -
4 Ἄτλας
-
5 εκτριβω
1) тереть(ἐν πέτροισι πέτρον Soph.)
2) добывать трением или высекать(πῦρ Xen.)
3) стирать, изнашивать(σίδηρος ἐκτρίβεται Plut.)
τὰς ὁπλὰς ἐκ τῆς ὁδοῦ ἐκτετριμμένος Luc. (об — осле) стерши себе о дорогу копыта;Ἄτλας νώτοις οὐρανὸν (= νῶτα οὐρανῷ) ἐκτρίβων Eur. — Атлант, держащий на своих плечах небо;κακὸν κακῶς ἐκτρῖψαι βίον Soph. — ужасно закончить ужасную жизнь4) стирать, счищать(ῥύπον Plut.)
5) натирать, чистить(τὰς πανοπλίας Polyb.)
6) досл. высверливать, перен. удалять, уничтожать(τοῦ Κύκλωπος ὀφθαλμὸν ὥσπερ σφηκιάν Eur.; ποίην ἐκ τῆς γῆς Her.)
7) истреблять, уничтожать(τινὰ πρόρριζον Eur., Plut.)
8) разорять(ἥ Ἰταλία ἐκτριβεῖσα Plut.)
-
6 ξυνεχω
(fut. συνέξω, aor. 2 συνέσχον; pass.: fut. συσχεθήσομαι и συνέξομαι, aor. συνεσχέθην, aor. 2 συνεσχόμην)1) держать вместе, сдерживать, скреплять(θώρηκα Hom.; τὰ ὀστᾶ Plat.)
Ἄτλας ἅπαντα συνέχων Plat. — Атлант, удерживающий (на себе) вселенную;ἐν φρέατι συσχόμενος Plat. — попавший в колодец, т.е. в безвыходное положение;δουληΐῃ συνέχεσθαι Her. — находиться в рабстве2) соединять, объединять, связывать(τὰ πολιτεύματα εἰς ἕν Plat.)
μετ΄ ἀλλήλων ξυνέχεσθαι Plat. — держаться взаимной связью;— сдвигать, смыкать (τοὺς δακτύλους Arph.; τὰς ὀφρῦς Plut.)3) задерживать(τὸ πνεῦμα Plut.)
4) удерживать от распада, т.е. охранять, защищать(δώματα Eur.; τὸν ὅλον κόσμον Xen.)
ξ. τέν εἰρεσίαν Thuc. — поддерживать дисциплину среди гребцов5) заниматьσ. ἑαυτὸν ἐπί или ἔν τινι Plut. — предаваться чему-л.
6) теснитьαἰχμῇσι συνέχεσθαι Her. — теснить друг друга, т.е. сражаться врукопашную копьями;
τῇ δίψῃ ξυνεχόμενος Thuc. — томимый жаждой;τῷ λιμῷ συνεχόμενος Plut. — мучимый голодом;γέλωτι συσχεθείς Diog.L. — давясь от смеха;ὀνείρασιν ξυνέχεσθαι Aesch. — быть во власти сновидений7) содержать, включать в себя, охватывать(πάσας τὰς αἰσθήσεις Plat.)
σ. πᾶν σάκος Hes. — окружать (окаймлять) весь щит8) зажимать, затыкать(τὰ ὦτα NT.)
9) соединяться, встречатьсяἵνα ξυνέχουσι τένοντες Hom. — там, где сходятся сухожилья;
σ. εἰς ἕν Arst. — срастаться, сливаться воедино -
7 ολοοφρων
2, gen. ονος1) замышляющий гибель, т.е. несущий гибель, губительный(ὕδρος, λέων, σῦς κάπροσ Hom.)
2) ужасный, страшный(Ἄτλας, Μίνως Hom.)
-
8 συνεχω
(fut. συνέξω, aor. 2 συνέσχον; pass.: fut. συσχεθήσομαι и συνέξομαι, aor. συνεσχέθην, aor. 2 συνεσχόμην)1) держать вместе, сдерживать, скреплять(θώρηκα Hom.; τὰ ὀστᾶ Plat.)
Ἄτλας ἅπαντα συνέχων Plat. — Атлант, удерживающий (на себе) вселенную;ἐν φρέατι συσχόμενος Plat. — попавший в колодец, т.е. в безвыходное положение;δουληΐῃ συνέχεσθαι Her. — находиться в рабстве2) соединять, объединять, связывать(τὰ πολιτεύματα εἰς ἕν Plat.)
μετ΄ ἀλλήλων ξυνέχεσθαι Plat. — держаться взаимной связью;— сдвигать, смыкать (τοὺς δακτύλους Arph.; τὰς ὀφρῦς Plut.)3) задерживать(τὸ πνεῦμα Plut.)
4) удерживать от распада, т.е. охранять, защищать(δώματα Eur.; τὸν ὅλον κόσμον Xen.)
ξ. τέν εἰρεσίαν Thuc. — поддерживать дисциплину среди гребцов5) заниматьσ. ἑαυτὸν ἐπί или ἔν τινι Plut. — предаваться чему-л.
6) теснитьαἰχμῇσι συνέχεσθαι Her. — теснить друг друга, т.е. сражаться врукопашную копьями;
τῇ δίψῃ ξυνεχόμενος Thuc. — томимый жаждой;τῷ λιμῷ συνεχόμενος Plut. — мучимый голодом;γέλωτι συσχεθείς Diog.L. — давясь от смеха;ὀνείρασιν ξυνέχεσθαι Aesch. — быть во власти сновидений7) содержать, включать в себя, охватывать(πάσας τὰς αἰσθήσεις Plat.)
σ. πᾶν σάκος Hes. — окружать (окаймлять) весь щит8) зажимать, затыкать(τὰ ὦτα NT.)
9) соединяться, встречатьсяἵνα ξυνέχουσι τένοντες Hom. — там, где сходятся сухожилья;
σ. εἰς ἕν Arst. — срастаться, сливаться воедино
См. также в других словарях:
Άτλας — Άτλας, ο και Άτλαντας, ο 1. γίγαντας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας που κρατούσε στους ώμους του τον ουρανό. 2. οροσειρά στη Β. Αφρική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άτλας — άτλας, ο και άτλαντας, ο 1. ανθρωπόμορφο στήριγμα του θριγκού ή άλλων βαριών επιστυλίων. 2. συλλογή γεωγραφικών χαρτών: Μου χάρισαν έναν άτλαντα των πέντε ηπείρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άτλας — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ουρανού και της Γης και αδερφός του Κρόνου. Άλλη εκδοχή τον παρουσιάζει γιο του Ιαπετού και της Ωκεανίδας Κλυμένης, αδελφό του Προμηθέα του Επιμηθέα και του Μενοιτίου. Ανήκε στη γενιά των θεών που προηγήθηκαν των… … Dictionary of Greek
Ἄτλας — Ἄτλᾱς , Ἄτλας Atlas masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτλας — I Συλλογή εικονογραφημένων πινάκων, ταξινομημένων σύμφωνα με ορισμένες αρχές· κυρίως όμως ο όρος σημαίνει συστηματοποιημένη συλλογή γεωγραφικών χαρτών. Ανάλογα με τον τύπο χαρτών που περιέχουν, οι ά. διακρίνονται σε γεωγραφικούς, ιστορικούς κλπ.… … Dictionary of Greek
Ἀτλάντων — Ἄτλας Atlas masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄτλα — Ἄτλας Atlas masc voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄτλαν — Ἄτλας Atlas masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄτλαντα — Ἄτλας Atlas masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄτλαντας — Ἄτλας Atlas masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄτλαντες — Ἄτλας Atlas masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)