-
1 Αρνη
-
2 Αρνη
-
3 αρνή
-
4 ἀρνῇ
-
5 Ἄρνη
Ἄρνη: a town in Boeotia, Il. 2.507, Il. 7.9.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἄρνη
-
6 Ἄρνη
Βλ. λ. Αρνη -
7 Ἄρνῃ
Βλ. λ. Αρνη -
8 άρνα
άρνη η забвение;§ της άρνας το νερό — река забвения, река Лёта
-
9 Ταρνη
-
10 Αρν'
-
11 Ἄρν'
-
12 Αρνα
-
13 Ἄρνα
-
14 Αρναι
-
15 Ἄρναι
-
16 Αρνας
-
17 Ἄρνας
-
18 αρνήι
-
19 ἀρνῆι
-
20 ναιετάω
ναιετάω, 1) wohnen; Ἄρνῃ ναιετάοντα, in Arne, Il. 7, 9, wie Κρήτῃ Od. 17, 523; gewöhnlich ἐν Ἤλιδι ναιετάασκεν, Il. 11, 623; ᾗ ἐνὶ ναιετάασκε, Od. 15, 384; ἐπὶ χϑονί, 6, 153, wie Hes. O. 564; auch ὑπὸ χϑονί, Th. 621; ἀμφ' Ἀχέροντι, Pind. N. 4, 85, vgl. P. 4, 180; ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις, Ol. 6, 78. – Auch trans. c. accus., bewohnen, Στύρα, Λάρισσαν, Λυκίην, Ἰϑάκην, Il. 2, 539. 841. 17, 172 Od. 9, 21; δώματα, Hes. Th. 816 u. einzeln bei sp. D.; ἐν Αἰγίνᾳ δώματα ναιετάων, Ep. ad. 118 ( App. 325). – 2) von Ländern, Städten, Häusern, bewohnt sein, gelegen sein; νῆσοι πολλαὶ ναιετάουσι, Od. 9, 23; οἶκον εὖ μάλα ναιετάοντα, 4, 96; Ἰϑάκης ἔτι ναιεταώσης, 1, 404; πόλεις εὖ ναιεταώσας, δόμους εὖ ναιετάοντας werden von Einigen als ein Wort zusammengeschrieben.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἄρνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρνῃ — Ἄρνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άρνη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Αιόλου και μητέρα του Βοιωτού από τον Ποσειδώνα. 2. Γυναίκα της Σίφνου, που πρόδωσε την πατρίδα της στον Μίνωα για να πάρει σε αντάλαγμα χρήματα. Για τιμωρία μεταμορφώθηκε σε κουρούνα. II Ονομασία αρχαίων … Dictionary of Greek
ἀρνῇ — ἀρνέομαι deny pres subj mp 2nd sg ἀρνέομαι deny pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνῆι — ἀρνῇ , ἀρνέομαι deny pres subj mp 2nd sg ἀρνῇ , ἀρνέομαι deny pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρναι — Ἄρνη fem nom/voc pl Ἄρνᾱͅ , Ἄρνη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρνᾶν — Ἄρνη fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρνῶν — Ἄρνη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρνην — Ἄρνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρνης — Ἄρνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 461 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Ταϋγέτου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρίδος. * * * και άρνη, η η λησμονιά, η λήθη («της άρνας το νερό» πρβλ.… … Dictionary of Greek