-
1 Ἄραβοι
-
2 κάραβοι
κ̱άραβοι, κάραβοςhorned: masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
κάραβοι — κ̱άραβοι , κάραβος horned masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 Ἄραβοι
2 κάραβοι
κάραβοι — κ̱άραβοι , κάραβος horned masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)