-
1 Αλφιος
ὁ Алфий ( гора в Этолии) Plut.
См. также в других словарях:
Ἄλφιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άλφιος Άβινος — (2ος αι. μ.Χ.). Λατίνος ποιητής. Έγραψε σε ιαμβικούς διμέτρους ποιήματα για διάφορες προσωπικότητες της ρωμαϊκής ιστορίας … Dictionary of Greek
Ἀλφίου — Ἄλφιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλφίων — Ἄλφιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλφίῳ — Ἄλφιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλφιον — Ἄλφιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)