Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Ἄλτης

См. также в других словарях:

  • Ἄλτης — masc nom sg Ἄλτις sacred precinct of Zeus at Olympia fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλτης — ο αθλητής που αγωνίζεται στο άλμα, το πήδημα: Ο γυμναστής τού είχε πει πως μπορούσε να γίνει ένας καλός άλτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλτης — Μυθολογικό πρόσωπο, βασιλιάς των Αελέγων, που κατοικούσε στην Πήδασο, περιοχή της Μ. Ασίας. Η κόρη του, Ααρθόη, ήταν μια από τις γυναίκες του Πριάμου και γέννησε μαζί του τον Λυκάονα και τον Πολύδωρο. * * * ο [άλλομαι] αθλητής που αγωνίζεται στο… …   Dictionary of Greek

  • Ἄλτην — Ἄλτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλτου — Ἄλτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλτῃ — Ἄλτης masc dat sg (attic epic ionic) Ἄλτηι , Ἄλτις sacred precinct of Zeus at Olympia fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… …   Dictionary of Greek

  • βατήρας — ο (Α βατήρ, ῆρος) [βαίνω] 1. πέτρα στην οποία στηρίζεται κάποιος για να ιππεύσει 2. η βαλβίδα από την οποία πηδά ο άλτης αρχ. 1. βάση αγάλματος ή ανδριάντα 2. το τέρμα του αγωνίσματος του δρόμου 3. βακτηρία, ραβδί 4. το κλειδί με το οποίο τόνιζαν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»