-
1 Αδωνι
-
2 Ἄδωνι
-
3 Αδώνι'
Ἀδώνια, Ἀδώνιαneut nom /voc /acc plἈδώνιε, Ἀδώνιοςof Adonis: masc voc sgἈδώνια, Ἀδωνιάmourning for Adonis: neut nom /voc /acc pl -
4 Ἀδώνι'
Ἀδώνια, Ἀδώνιαneut nom /voc /acc plἈδώνιε, Ἀδώνιοςof Adonis: masc voc sgἈδώνια, Ἀδωνιάmourning for Adonis: neut nom /voc /acc pl -
5 Ἄδωνις
Aὦ τὸν Ἄδωνιν Sapph.63
;Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄ. κλάομεν Pherecr.170
; ὥδωνις, i.e. ὁ Ἄ., Theoc.3.47:—hence, generally, favourite, darling,δεῖ Ἀδώνιδας αὐτοὺς ἀκούειν Luc.Merc.Cond.35
, cf. Alciphr.1.39, AP5.112 (Marc.Arg.).2 Ἀδώνιδος κῆποι cuttings planted in pots for the Adonia, Pl.Phdr. 276b, Thphr.HP6.7.3, cf. Theoc.15.113: prov., of any short-lived pleasure, Sch.Pl.l.c.3 αὐλὴ Ἀδώνιδος, at Rome, garden on the Palatine, Philostr.VA7.32.II kind of flying-fish, = ἐξώκοιτος, Clearch.73, Opp.H. 1.157, etc.
См. также в других словарях:
Ἀδώνι' — Ἀδώνια , Ἀδώνια neut nom/voc/acc pl Ἀδώνιε , Ἀδώνιος of Adonis masc voc sg Ἀδώνια , Ἀδωνιά mourning for Adonis neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄδωνι — Ἄδων masc dat sg Ἄδωνις favourite masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… … Dictionary of Greek
αδωνιακός — ἀδωνιακός, ή, όν (Α) [Ἄδωνις] ο σχετικός με τον Άδωνι ή ο κατάλληλος για αυτόν … Dictionary of Greek
αδωνιασμός — ἀδωνιασμός, ο (Α) θρήνος για τον Άδωνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀδωνιάζω (= τελώ τα Αδώνια)] … Dictionary of Greek
αδώνιος — α, ο (Α ἀδώνιος, ον) [Ἄδωνις] ο σχετικός με τον Άδωνι αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδώνιον ομοίωμα τού Αδώνιδος που περιέφεραν κατά τα Αδώνια* … Dictionary of Greek
Πέρι, Γιάκοπο — (Peri, Ρώμη 1561 – Φλωρεντία 1633). Ιταλός συνθέτης και τραγουδιστής. Αφού έκανε μουσικές σπουδές στη Φλωρεντία, έζησε στην αυλή των Μεδίκων ως τραγουδιστής, μουσικός και τέλος καμεράριος (1618). Ήταν εξέχον μέλος της φλωρεντικής καμεράτα· σ’… … Dictionary of Greek