-
1 Αιδοφοίται
-
2 Ἁιδοφοῖται
См. также в других словарях:
Ἁιδοφοῖται — Ἁιδοφοίτης frequenting Hades masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αϊδοφοίτης — ἁιδοφοίτης και ᾁδοφοίτης, ο (Α) αυτός που «φοιτά», που συ χνάζει στον Άδη λεγεται για πρόσωπο κάτισχνα, που είναι σαν να ζουν στο οριακό σημείο μεταξύ ζωής και θανάτου η λ. στον Ησύχιο: «ἁιδοφοῑται οἱ λεπτοὶ καὶ ἰσχνοὶ καὶ ἐγγὺς θάνατοι ὄντες».… … Dictionary of Greek