-
1 Αιδωνήι
-
2 Ἀιδωνῆι
-
3 προϊάπτω
προϊάπτω [ῐ],A send forth, hurl away to the nether world,ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν Il.1.3
, cf. 6.487;Ἀϊδωνῆϊ 5.190
; also,πόλιν.. Ἀΐδᾳ προϊάψαι A.Th. 322
(lyr.).II [voice] Pass., project, Nic. Th. 723.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προϊάπτω
-
4 Ἀίδης
Ἀίδης, Αιδωνεύς (root ϝιδ, god of the unseen world), gen. Ἀίδᾶο, Ἀίδεω, Ἄιδος, dat. Ἄιδι, Ἀίδῃ, Ἀιδωνῆι, acc. Ἀίδην: Hades; ἐνέροισιν ἀνάσσων, Ζεὺς καταχθόνιος, κρατερὸς πυλάρτης, πελώριος, κλυτόπωλος, ἴφθῖμος, στυγερός. Freq. Ἄιδος δόμον εἴσω, ἐν δόμοις, etc.; often only Ἄιδόσδε, εἰς or ἐν Ἄιδος (sc. δόμον, δόμῳ).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀίδης
-
5 Αιδωνεύς
Ἀίδης, Αιδωνεύς (root ϝιδ, god of the unseen world), gen. Ἀίδᾶο, Ἀίδεω, Ἄιδος, dat. Ἄιδι, Ἀίδῃ, Ἀιδωνῆι, acc. Ἀίδην: Hades; ἐνέροισιν ἀνάσσων, Ζεὺς καταχθόνιος, κρατερὸς πυλάρτης, πελώριος, κλυτόπωλος, ἴφθῖμος, στυγερός. Freq. Ἄιδος δόμον εἴσω, ἐν δόμοις, etc.; often only Ἄιδόσδε, εἰς or ἐν Ἄιδος (sc. δόμον, δόμῳ).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Αιδωνεύς
-
6 προιάπτω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προιάπτω
См. также в других словарях:
Ἀιδωνῆι — Ἀϊδωνῆι , Αἵδης masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)