-
1 αχερωίδες
-
2 ἀχερωίδες
-
3 Αχερωίδες
-
4 Ἀχερωίδες
-
5 ἀχερωΐς
A white poplar, Populus alba, elsewh. λευκή, Il.13.389, A.R.4.1476. (Expld. with ref. to Ἀχέρων, from the legend that it had been brought from the nether world by Hercules, Paus.5.14.2.)II Ἀχερωΐδες ὄχθαι of the river Acheron in Asia Minor, Nic.Al.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχερωΐς
См. также в других словарях:
ἀχερωίδες — ἀχερωΐδες , ἀχερωίς white poplar fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχερωίδες — Ἀχερωίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχερωίς — ἀχερωΐς ( ίδος), η (Α) 1. η λεύκα 2. φρ. «Ἀχερωΐδες ὄχθαι» οι όχθες του Αχέροντος της Μικράς Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παράγωγο ενός θ. αχερω (ή αχερωσ ή αχερωF ) με επίθημα ις. Από τους αρχαίους θεωρήθηκε, ίσως παρετυμολογικά, παράγωγο του Αχέρων… … Dictionary of Greek