-
1 Αχελώοι
-
2 Ἀχελῷοι
См. также в других словарях:
Ἀχελῷοι — Ἀχελῷος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 Αχελώοι
2 Ἀχελῷοι
Ἀχελῷοι — Ἀχελῷος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)