-
1 Αχελώω
ἈχελώιοςAchelous: masc nom /voc /acc dualἈχελώιοςAchelous: masc gen sg (doric aeolic)Ἀχελῷοςmasc nom /voc /acc dualἈχελῷοςmasc gen sg (doric aeolic)——————ἈχελώιοςAchelous: masc dat sgἈχελῷοςmasc dat sg -
2 Ἀχελῴω
Βλ. λ. Αχελώω -
3 Ἀχελῴῳ
Βλ. λ. Αχελώω
См. также в других словарях:
Ἀχελῴω — Ἀχελώιος Achelous masc nom/voc/acc dual Ἀχελώιος Achelous masc gen sg (doric aeolic) Ἀχελῷος masc nom/voc/acc dual Ἀχελῷος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχελῴῳ — Ἀχελώιος Achelous masc dat sg Ἀχελῷος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκυγας — Το κυριότερο ακραίο οστό της σπονδυλικής στήλης. Έχει επίπεδο, τριγωνικό σχήμα και ενώνεται με την κάτω επιφάνεια του ιερού οστού. Ο κ. σχηματίζεται από τη συνένωση των τελευταίων τεσσάρων έως έξι σπονδύλων, οι οποίοι είναι ατροφικοί. Η βάση του… … Dictionary of Greek