Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἀχελῴῳ

См. также в других словарях:

  • Ἀχελῴω — Ἀχελώιος Achelous masc nom/voc/acc dual Ἀχελώιος Achelous masc gen sg (doric aeolic) Ἀχελῷος masc nom/voc/acc dual Ἀχελῷος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχελῴῳ — Ἀχελώιος Achelous masc dat sg Ἀχελῷος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκυγας — Το κυριότερο ακραίο οστό της σπονδυλικής στήλης. Έχει επίπεδο, τριγωνικό σχήμα και ενώνεται με την κάτω επιφάνεια του ιερού οστού. Ο κ. σχηματίζεται από τη συνένωση των τελευταίων τεσσάρων έως έξι σπονδύλων, οι οποίοι είναι ατροφικοί. Η βάση του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»