Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἀτλαντικῶν

  • 1 Ατλαντικών

    Ἀτλαντικός
    of Atlas: fem gen pl
    Ἀτλαντικός
    of Atlas: masc /neut gen pl

    Morphologia Graeca > Ατλαντικών

  • 2 Ἀτλαντικῶν

    Ἀτλαντικός
    of Atlas: fem gen pl
    Ἀτλαντικός
    of Atlas: masc /neut gen pl

    Morphologia Graeca > Ἀτλαντικῶν

  • 3 περα

         πέρα
        I
        ἥ Aesch. = περαία См. περαια
        II
        и πέρᾳ adv. (compar. περαίτερον и περαιτέρω)
        1) дальше, больше, свыше
        

    μέχρι τοῦ μέσου, π. δ΄ οὔ Plat. — до середины, но не дальше;

        οὐκέτι π. ἐπολιόρκησαν τέν πόλιν Xen. (лакедемоняне) прекратили осаду города;
        οὐκέτ΄ ἂν π. ἀκούσαις ἐμοῦ λέγοντος Plat. — больше ты от меня ничего не услышишь;
        φράσῃς μοι μέ π. Soph. — не говори мне больше ничего;
        Ζεὺς εἴ με λυπήσει π. Arph. — если Зевс и впредь будет меня мучить;
        ἄπιστα καὴ π. Arph.вещи невероятные и (даже) более того

        2) чрезвычайно, крайне
        

    π. παθεῖν Eur. — жестоко страдать;

        οἵ τοι π. στέρξαντες, οἱ δὲ καὴ π. μισοῦσιν Arst. — кто сильно любит, тот сильно и ненавидит

         III
        praep. cum gen. сверх, свыше, тж. за пределы или за пределами
        

    Ἀτλαντικῶν π. ὅρων Eur. — за атлантические пределы;

        π. μεσούσης τῆς ἡμέρας Xen. — после полудня;
        π. μεδίμνου Isocr. — свыше медимна;
        τῶν πεντήκοντα π. γεγονότες Plat. — люди старше пятидесяти лет;
        π. τοῦ δέοντος Plat. — больше, чем нужно;
        τοῦ εἰκότος π. Soph. — больше обычного;
        π. τοῦ μεγίστου φόβου Plat.с необычайным благоговением (досл. страхом)

    Древнегреческо-русский словарь > περα

  • 4 περαν

         πέραν
         πέρᾱν
        I
        ион. πέρην adv.
        1) по ту сторону, на противоположном берегу
        

    (π. εἶναι Xen.)

        οἱ πέραν Plut. — находящиеся на той стороне;
        τὰ πέραν Xen. — то, что происходит на противоположном берегу

        2) на ту сторону, на противоположный берег
        

    (διαβῆναι Xen.)

        II
        ион. πέρην в знач. praep. cum gen.
        1) по ту сторону, на том берегу
        

    (π. ἁλός Her.)

        2) на ту сторону, на противоположный берег
        

    (π. τοῦ Ἑλλησπόντου πορευθῆναι Thuc.; εἰς τὸ π. τῆς θαλάσσης NT.)

        3) (на)против
        

    (π. Εὐβοίης Hom.)

        4) дальше, за пределы
        

    (π. τερμόνων Ἀτλαντικῶν Eur.)

    Древнегреческо-русский словарь > περαν

  • 5 πέραν

    πέρᾱν, [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [full] πέρην, Adv.
    A on the other side, across, in early Poets always c. gen., esp. of water,

    νήσων αἳ ναίουσι π. ἁλός Il.2.626

    ;

    πέρνασχ' ὅν τιν' ἕλεσκε π. ἁλός 24.752

    (never in Od.);

    π. κλυτοῦ Ὠκεανοῖο Hes.Th. 215

    ; π. Χάεος ζοφεροῖο ib. 814;

    π. πόντοιο Pi.N.5.21

    ;

    τὰ π. τοῦ Ἴστρου Hdt.5.9

    ;

    πόντου π. τραφεῖσαν A.Ag. 1200

    ;

    πολιοῦ π. πόντου S.Ant. 334

    (lyr.); π. τοῦ Ἑλλησπόντου, τοῦ ποταμοῦ, Th.2.67, X. An.4.3.3; π. Ἕβρον is corrupt in E.HF 386 (leg. Ἕβρου).
    2 abs., on the other side, esp. of water,

    προσορμίζεσθαι.. π. ἐν τῇ Ῥηναίῃ Hdt. 6.97

    ;

    π. εἶναι X.An.2.4.20

    , 3.5.12, etc.; π. γενέσθαι ib.6.5.22.
    3 with Verbs of motion, folld. by εἰς, over or across to..,

    π. ἐς τὴν Ἀχαιίην διέπεμψαν Hdt.8.36

    ;

    π. εἰς τὴν Ἀσίαν διαβῆναι X.An.7.2.2

    ;

    διαπλεύσαντες π. τῆς Ἀκαρνανίας ἐς Οἰνιάδας Th.1.111

    ; also without εἰς, ἐκ Θάσου διαβαλόντες π. having crossed over (sc. ἐς τὴν ἤπειρον), Hdt.6.44.
    4 freq. c. Art.,

    διαβιβάζεσθαι εἰς τὸ π. τοῦ ποταμοῦ X.An. 3.5.2

    ; διέβη εἰς τὸ π. Id.HG1.3.17; ἐν τῷ π. Id.An.4.3.11; τὰ π. things done on the opposite side, ib.4.3.24; τὰ π. πράγματα, opp. τὰ ἐπὶ τάδε, Plb.3.97.5; οἱ π. those on the other side, Plu.Mar.23; ἡ ὄχθη ἡ π. Arr.An.5.10.2.
    II over against, opposite, c. gen.,

    π. ἱερῆς Εὐβοίης Il.2.535

    : freq. in Paus., 2.22.2, 5.15.8,al.
    III less freq. = πέρα (A), beyond, c. gen.,

    π. Νείλοιο παγᾶν Pi.I.6(5).23

    ;

    π. γε πόντου καὶ τόπων Ἀτλαντικῶν E.Hipp. 1053

    , cf. Alc. 585 (lyr.), Supp. 676.
    IV right through,

    καῦσις [ἔστω] μὴ πέρην Hp.Mochl.37

    ; ἐς τὸ π. Id.Art. 11.—π. c. gen. usu. precedes its case, but follows it in A.l.c., Paus. 5.15.8. (Cf. πέρα (B).)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέραν

См. также в других словарях:

  • Ἀτλαντικῶν — Ἀτλαντικός of Atlas fem gen pl Ἀτλαντικός of Atlas masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Μπεάρν — (Bearn). Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Γαλλίας, που εκτείνεται στους πρόποδες των Πυρηναίων και κατά μεγάλο μέρος αντιστοιχεί στον νομό των Ατλαντικών Πυρηναίων (7.629 τ. χλμ., 600.018 κάτ.). Είναι περιοχή γενικά ορεινή, με… …   Dictionary of Greek

  • Iambic trimeter — is a meter consisting of three iambic units per line.In Ancient Greek, iambic trimeter was a quantitative meter in which a line consisted of three iambic metra; and each metron consisted of two iambi. It was found in the spoken verses of tragedy… …   Wikipedia

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με …   Dictionary of Greek

  • πέρα — ΝΑ επίρρ. 1. τοπ. επέκεινα κάποιου τοπικού ορίου, πιο μακριά από κάτι (α. «μένω πέρα από το ποτάμι» β. «Ἀτλαντικών πέρα φεύγειν ὅρών», Ευρ.) 2. χρον. α) επέκεινα κάποιου χρονικού ορίου, για περισσότερο καιρό («οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν», Ξεν.) β)… …   Dictionary of Greek

  • Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …   Dictionary of Greek

  • Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… …   Dictionary of Greek

  • Βετική Κορδιλιέρα — (Cordillera Betica). Οροσειρά που εκτείνεται κατά μήκος του νότιου άκρου της Ιβηρικής χερσονήσου, από τις ακτές του Ατλαντικού ωκεανού έως τη Μούρθια, και της οποίας μπορούν να θεωρηθούν παραφυάδες τα ανάγλυφα του Ριφ στην Αφρική και των… …   Dictionary of Greek

  • Βρετάνη — (Bretagne). Διοικητική περιφέρεια (27.209 τ. χλμ., 2.906.197 κάτ. το 1999) της βορειοδυτικής Γαλλίας, που αντιστοιχεί περίπου με την ομώνυμη χερσόνησο και βρέχεται από τα νερά της Μάγχης (κόλπος Σεν Μαλό) στα Β και του Ατλαντικού στα Δ και Ν.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»