-
1 Ἀτθίς
-
2 Ἀτθίς
-
3 διά-λεκτος
διά-λεκτος, ἡ, 1) Gespräch, Unterredung; ϑεοῖς πρὸς ἀνϑρώπους Plat. Conv. 203 a; übh Sprache, Rede, Theaet. 183 b; Isocr. 15, 283; ἐν τῇ διαλέκτῳ, in der gewöhnlichen Rede, Arist. poet. 22, wie εἰωϑυῖα δ. rhet. 3, 2; περὶ τοῦ ἐμοῦ βαδίσματος ἢ τῆς διαλέκτου, oder über meine Art zu reden, Dem. 87, 55; – Sp. – 2) nach Schol. Ar. Nubb. 317 φωνῆς χαρακτὴρ ἐϑνικός, Redeweise eines Stammes od. Volkes im Ggstz zu einer andern Mundart; Plut. Alex. 31 u. öfter, u. bes. bei Gramm., die im Griechischen διάλεκτος Ἰάς, Ἀτϑίς, Δωρίς, Αἰολίς u. κοινή unterscheiden.
-
4 διάλεκτος
διά-λεκτος, ἡ, (1) Gespräch, Unterredung; übh. Sprache, Rede; ἐν τῇ διαλέκτῳ, in der gewöhnlichen Rede; περὶ τοῦ ἐμοῦ βαδίσματος ἢ τῆς διαλέκτου, oder über meine Art zu reden. (2) φωνῆς χαρακτὴρ ἐϑνικός, Redeweise eines Stammes od. Volkes im Ggstz zu einer anderen Mundart; bes. bei Gramm., die im Griechischen διάλεκτος Ἰάς, Ἀτϑίς, Δωρίς, Αἰολίς u. κοινή unterscheiden
См. также в других словарях:
Ἀτθίς — Attic fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ατθίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Κραναού, βασιλιά της Αθήνας, που πέθανε παρθένα και έδωσε το όνομά της στην Ατθίδα ή Αττική χώρα. Άλλη εκδοχή αναφέρει πως η Α. έκανε με τον Ήφαιστο έναν γιο, τον Εριχθόνιο, που ξαναπήρε τον θρόνο της Αθήνας,… … Dictionary of Greek
АТТИДА — • Άτθίς (собственное прилагательное, подразумевается συγγραφή), историко географическое описание Аттики. Под названием писателей атфеид подразумевается известное число писателей 4 и 3 вв. до Р. X., излагавших на основании памятников и … Реальный словарь классических древностей
Ἀτθί — Ἀτθίς Attic fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτθίδα — Ἀτθίς Attic fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτθίδας — Ἀτθίς Attic fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτθίδες — Ἀτθίς Attic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτθίδι — Ἀτθίς Attic fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτθίδος — Ἀτθίς Attic fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτθίδων — Ἀτθίς Attic fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτθίσι — Ἀτθίς Attic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)