-
1 Αστυανάκτειος
-
2 Ἀστυανάκτειος
-
3 Αστυανακτείης
-
4 Ἀστυανακτείης
-
5 ἀστυάναξ
A lord of the city, epith. of certain gods, A. Supp. 1018 (lyr.): in Hom. only as pr. n., Astyanax, the son of Hector:—hence Adj. [full] Ἀστυανάκτειος, α, ον, AP9.351 (Leon.).II by an obscene pun, = ἄστυτος, Eust.849.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστυάναξ
См. также в других словарях:
Ἀστυανάκτειος — lord of the city masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστυανακτείης — Ἀστυανάκτειος lord of the city fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)