-
1 αστερίας
ἀστερίᾱς, ἀστέριοςstarred: fem acc plἀστερίᾱς, ἀστέριοςstarred: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀστερίᾱς, ἀστερίαςstarred: masc acc plἀστερίᾱς, ἀστερίαςstarred: masc nom sg (attic epic doric aeolic) -
2 ἀστερίας
ἀστερίᾱς, ἀστέριοςstarred: fem acc plἀστερίᾱς, ἀστέριοςstarred: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀστερίᾱς, ἀστερίαςstarred: masc acc plἀστερίᾱς, ἀστερίαςstarred: masc nom sg (attic epic doric aeolic) -
3 Αστερίας
-
4 Ἀστερίας
-
5 ἀστερίας
A starred: hence,I a fish, Squalus stellaris, Philyll.1.2, Arist.HA 543a17.II a bird,1 perh. bittern, Ardea stellaris, ib. 609b22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστερίας
-
6 αστερία
ἀστερίᾱ, ἀστέριοςstarred: fem nom /voc /acc dualἀστερίᾱ, ἀστέριοςstarred: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἀστερίᾱ, ἀστερίαςstarred: masc nom /voc /acc dualἀστερίαςstarred: masc voc sgἀστερίᾱ, ἀστερίαςstarred: masc voc sg (attic)ἀστερίᾱ, ἀστερίαςstarred: masc gen sg (doric aeolic)ἀστερίαςstarred: masc nom sg (epic)——————ἀστερίᾱͅ, ἀστέριοςstarred: fem dat sg (attic doric aeolic)ἀστερίαι, ἀστερίαςstarred: masc nom /voc plἀστερίᾱͅ, ἀστερίαςstarred: masc dat sg (attic doric aeolic) -
7 αστερίαν
ἀστερίᾱν, ἀστέριοςstarred: fem acc sg (attic doric aeolic)ἀστερίᾱν, ἀστερίαςstarred: masc acc sg (attic epic doric aeolic)ἀστερίαςstarred: masc acc sg -
8 ἀστερίαν
ἀστερίᾱν, ἀστέριοςstarred: fem acc sg (attic doric aeolic)ἀστερίᾱν, ἀστερίαςstarred: masc acc sg (attic epic doric aeolic)ἀστερίαςstarred: masc acc sg -
9 αστερίη
ἀστέριοςstarred: fem nom /voc sg (epic ionic)ἀστερίαςstarred: masc voc sg (epic ionic)——————ἀστέριοςstarred: fem dat sg (epic ionic)ἀστερίαςstarred: masc dat sg (epic ionic) -
10 αστερίην
-
11 ἀστερίην
-
12 αστερίης
-
13 ἀστερίης
-
14 αστερίου
-
15 ἀστερίου
-
16 Ἀπόλλων
ᾰπόλλων (-ων, -ωνος, -ωνι, -ωνα, -ον)a ὑπ' Ἀπόλλωνος γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας sc. Euadne O. 6.35δᾶμον Ὑπερβορέων Ἀπόλλωνος θεράποντα O. 3.16
ἔννεπε δ' εὐθὺς Ἀπόλλων as Pythian oracle O. 8.41 ( Χάριτες)χρυσότοξον θέμεναι πάρα Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους O. 14.11
χρυσέα φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾶν κτέανον P. 1.1
Κίνυραν, τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων P. 2.16
εἰς Ἀίδα δόμον ἐν θαλάμῳ κατέβα, τέχναις Ἀπόλλωνος sc. Koronis P. 3.11τότ' ἔειπεν Ἀπόλλων P. 3.40
οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος ἱέρεα χρῆσεν P. 4.5
τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας P. 4.66
“ οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων” P. 4.87ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατὴρ ἔμολεν, εὐαίνητος Ὀρφεύς P. 4.176
ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ in Cyrene P. 4.294 ὁ δ' ἀρχαγέτας Ἀπόλλων since his oracle ordered the foundation of Cyrene P. 5.60 Ἄπολλον, τεᾷ, Καρνήἰ, ἐν δαιτὶ (Boeckh: Καρνεῖ(ε) codd.: at Cyrene) P. 5.79 Ἐρεχθέος ἀστῶν, Ἄπολλον, οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν (i. e. the Alkmaionidai: cf. Herod., 5. 62) P. 7.10 δμᾶθεν δὲ κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος (sc. οἱ Γίγαντες) P. 8.18εὐρυφαρέτρας ἑκάεργος Ἀπόλλων P. 9.28
Ἄπολλον P. 10.10
Ψπερβορέων. ὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει P. 10.35
φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων N. 5.24
μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων (παρ' Αἰγινήταις Δελφίνιος μὴν ἄγεται Δελφινίου Ἀπόλλωνος ἱερός. Σ.) N. 5.44 κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυω- νόθε, Μοῖσαι, τὰν νεόκτιστον ἐς Αἴτναν i. e. from the temple of Apollo at Sikyon, where were held the games called Pythia N. 9.1ἐν Κρίσᾳ δ' εὐρυσθενὴς εἶδ Ἀπόλλων μιν πόρε τἀγλαίαν I. 2.18
ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων fr. 33b = fr. 147 Schr.ὧραι [Ἀπόλ]λωνι δαῖτα φιλησιστέφανον ἄγοντες Pae. 1.8
[παι]ᾶνα [δι]ώξω Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν at AbderaΠα. 2.. ἰήιε, Δάλἰ Ἄπολλον Pae. 5.1
1, 3,. ἔσχον Δᾶλον, ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν Pae. 5.40
κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος at DelphiΠα.. 1. πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν, εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91
Ἀπόλλωνί γ[ Pae. 7.5
Ἄπολλο[ν Πα. 7B. 1.κλυτοὶ μάντιες Ἀπόλλωνος Pae. 8.13
]ἄναξ Ἄπολλον[ Pae. 16.2
ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 2. παιηο[ν- ] Ἀπόλλωνί τε καὶ[ fr. 140b. 10. ὀρχήστ' ἀγλαίας ἀνάσσων, εὐρυφάρετῤ Ἄπολλον fr. 148. ]εν γάρ, Ἄπολλον[ fr. 215. 8. ] Ἀπόλλωνι μὲν θ[ ?fr. 333a. 4.b Apollo Agreus or Nomios; cf. Serv. ad Virg. Georg. 1. 14, = Hes. fr. 129. R={3}. “ θήσονταί τέ νιν (sc. Ἀρισταῖον) ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων, ἀνδράσι χάρμα φίλοις, ἄγχιστον ὀπάονα μήλων, Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ' Ἀρισταῖον καλεῖν” P. 9.64c test., v. fr. 51a, fr. 55, fr. 56, fr. 100. -
17 Ἀστερία
-
18 Δᾶλος
Δᾱλος originally Asteria, or Ortygia, a floating island, where Leto bore Apollo and Artemis.1τοξοφόρον Δάλου θεοδμάτας σκοπόν O. 6.59
Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων Φοῖβε P. 1.39
Ὀρτυγία, δέμνιον Ἀρτέμιδος, Δάλου κασιγνήτα (v. Ἄρτεμις) N. 1.4 μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος ἐν ᾇ κέχυμαι sc. if I postpone the paean to Apollo already commissioned I. 1.4 χαῖῤ, ὦ θεοδμάτα πόντου θύγατερ, χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν fr. 33c. 5. ]καλέοντι μολπαὶ [Δᾶλ]ον ἀν' εὔοδμον (coni. Housman, alii alia)Πα. 2.. ]Δᾶλον ἀγακλέα[ Pae. 4.12
ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον, ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν (sc. οἱ ἀπ' Ἀθηνῶν Ἴωνες. Σ.) Πα... ἀρχαγέτᾳ τε Δάλου πίθετο fr. 140a. 58 (32). Δᾶλον ἀμφιρύταν. ?fr. 350. -
19 δέμας
1 (physical) form, figure παρ' Ἀλφεῷ σύτο δέμας ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων sc. the horse Pherenikos O. 1.20ἢ θερινῷ πυρὶ περθόμενοι δέμας ἢ χειμῶνι P. 3.50
ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας N. 11.12
ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν i. e. DelosΠα... Πάριος ἑ[καβόλος βροτ]ησίῳ δέμαι θεός Pae. 6.80
ἔλαμψαν δ' ἀελίου δέμας ὅπω[ς Pae. 12.14
-
20 δίδωμι
δῐδωμι (δίδωσι, διδοῖ; impv. δίδοι, διδότω, διδοῖτ(ε) = opt. cf. Wackernagel, Kl. Schr. 704f., Strunk, Glotta, 1961, 114f.; διδούς, -όντι, -όντων; διδόμεν: fut. δώσω, -ει; δώσειν: impf. ἐδίδου: aor. δῶκε(ν), ἔδωκε(ν), ἔδωκ, ἔδωκαν, δῶκαν, ἔδοσαν; δόντες; δόμεν, δοῦναι: pf. δέδωκε: pass. pf. [δέ]δοται.)1 giveσυμπόταις νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν O. 1.63
θεὸς ἔδωκεν δίφρον O. 1.87
κῦδος εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν O. 3.39
ὧν ἔραται καιρὸν διδούς P. 1.57
τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος. P. 2.89 “ θεῷ γαῖαν διδόντι ξείνια” P. 4.21 “ ξένιον μάστευε δοῦναι” P. 4.35ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει τὸ δ οὔπω P. 12.32
νάσῳ, τὰν Ὀλύμπου δεσπότας Ζεῦς ἔδωκεν Φερσεφόνᾳ N. 1.14
πατρίαν εἴπερ καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις N. 2.8
νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.20
Ἐριφύλαν, ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ γυναῖκα N. 9.17
μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος I. 7.24
ἐμοὶ δ' ὀλίγον δέ]δοται θα[ (e Plutarcho supp. G-H) Πα... ]δῶκεν Πα. 13a. 3. fig., καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς. gives proof of itself) P. 4.265 abs. make an offerοὕτω δ' ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα P. 9.117
followed by an inf. of purpose:ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδᾳ βρέφος O. 6.33
“ Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χίρωνι δῶκαν” P. 4.115ἀντίτομα δῶκε χρίεσθαι P. 4.222
Μοίσαισί τ' ἔδωκ ἀρόσαι (sc. τοὺς στεφάνους διὰ τὸν ὕμνον. Σ.) N. 10.26ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν Pae. 5.41
2 grant of deities granting wishes to men. “ τὺ δὲ πρᾶξιν φίλαν δίδοι” O. 1.85εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.104
ὦ Ζεῦ, τίμα μὲν, δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν (v. 1. δίδου) O. 7.89ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν O. 8.85
Ζεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι O. 13.115
δίδωσί τε Μοῖσαν οἷς ἂν ἐθέλῃ P. 5.65
καὶ τὸ λοιπόν ὅμοια, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν ( δίδοιτ dubitanter Wackernagel) P. 5.119ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ N. 4.42
τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι (sc. Μοῖρα) N. 7.59 δύνασαι δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν sc. Herakles N. 7.97 τῶν τε γὰρ καὶ τῶν δίδοῖ (sc. Τύχα) I. 4.33καὶ τὸ μὲν διδότω θεός Pae. 2.53
ἐπεύχομαι δ' Οὐρανοῦ τ εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ εὐμαχανίαν διδόμεν Πα. 7B. 17.εὔχομαι [] θέλοντι δόμεν [ Pae. 16.4
3 deliver up, give over toὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ P. 5.60
καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd: φᾶ ἑ δᾳώσειν Wil., Theiler) N. 1.66ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60
4 give out, produce δίδοι φωνάν (Hermann: δίδου codd.) N. 5.50 ( ἄρουραι)βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν N. 6.10
ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι N. 11.39
5 in tmesis. ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ δώσω v.ἀποδίδωμι P. 4.67
τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει v.ἐπιδίδωμι P. 5.124
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αστερίας — Κοινή ονομασία των εχινοδέρμων που ανήκουν στην ομοταξία των αστεροειδών, που ονομάστηκαν έτσι λόγω της χαρακτηριστικής αστεροειδούς μορφής τους. Χωρίζονται σε δύο τάξεις: τους φανεροζωνίδες, των οποίων οι βραχίονες είναι μακροί και ο σωματικός… … Dictionary of Greek
ἀστερίας — ἀστερίᾱς , ἀστέριος starred fem acc pl ἀστερίᾱς , ἀστέριος starred fem gen sg (attic doric aeolic) ἀστερίᾱς , ἀστερίας starred masc acc pl ἀστερίᾱς , ἀστερίας starred masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστερίας — ο εχινόδερμο από τα αστεροειδή, σταυρός της θάλασσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀστερίας — Ἀστερίᾱς , Ἀστερίη fem acc pl Ἀστερίᾱς , Ἀστερίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερία — ἀστερίᾱ , ἀστέριος starred fem nom/voc/acc dual ἀστερίᾱ , ἀστέριος starred fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀστερίᾱ , ἀστερίας starred masc nom/voc/acc dual ἀστερίας starred masc voc sg ἀστερίᾱ , ἀστερίας starred masc voc sg (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτενόδισκος — ο ζωολ. αστερίας που συνιστά ιδιαίτερο γένος, με εξάπλωση σε ολόκληρη την υφήλιο, κν. αστερίας τής λάσπης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ctenodiscus < cten(o) (< κτεις, κτενός) + discus (< λατ. discus < δίσκος)] … Dictionary of Greek
ἀστερίαν — ἀστερίᾱν , ἀστέριος starred fem acc sg (attic doric aeolic) ἀστερίᾱν , ἀστερίας starred masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἀστερίας starred masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίᾳ — ἀστερίᾱͅ , ἀστέριος starred fem dat sg (attic doric aeolic) ἀστερίαι , ἀστερίας starred masc nom/voc pl ἀστερίᾱͅ , ἀστερίας starred masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… … Dictionary of Greek
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
ίδμων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μάντης και πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία για να ερμηνεύει τους οιωνούς στους συντρόφους του. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Άβα και της Αστερίας ή της Κυρήνης. Ο Ί. ταυτίζεται επίσης με τον Θέστορα, γιο… … Dictionary of Greek