Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἀσκληπιακός

См. также в других словарях:

  • Ἀσκληπιακός — Asclepios masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιακόν — Ἀσκληπιακός Asclepios masc acc sg Ἀσκληπιακός Asclepios neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιακοῦ — Ἀσκληπιακός Asclepios masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιακῆς — Ἀσκληπιακός Asclepios fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιακή — Ἀσκληπιακός Asclepios fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»