-
1 ασκαλαφος
-
2 Ασκαλαφος
-
3 Ασκάλαφος
-
4 Ἀσκάλαφος
-
5 ασκάλαφος
-
6 ἀσκάλαφος
-
7 ἀσκάλαφος
Grammatical information: m.Meaning: name of an unknown bird, perhaps an owl (Arist.; s. Thompson Birds s. v.). Also PN (Il.).Other forms: Also κάλαφος ἀσκάλαφος. Μάγνητες H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The suffix - φος in animal names is well known. Clearly a substr. word.Page in Frisk: 1,163Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀσκάλαφος
-
8 ἀσκάλαφος
ἀσκάλαφος, ὁ, ein Nachtvogel, Arist. H. A. 2, 17.
-
9 ἀσκάλαφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσκάλαφος
-
10 Ἀσκάλαφος
Ἀσκάλαφος: a son of Ares, one of the Argonauts, Il. 2.512.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀσκάλαφος
-
11 ἀσκάλαφος
-
12 Ασκαλάφοιο
-
13 Ἀσκαλάφοιο
-
14 Ασκαλάφου
-
15 Ἀσκαλάφου
-
16 Ασκαλάφω
-
17 Ἀσκαλάφῳ
-
18 Ασκάλαφοι
-
19 Ἀσκάλαφοι
-
20 Ασκάλαφον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀσκάλαφος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκάλαφος — owl masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκάλαφος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς των Μινυών του Ορχομενού, γιος του Άρη και της Αστυόχης. Μαζί με τον αδελφό του Ιαλμενό, ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ελένης. Έλαβε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και στον Τρωικό πόλεμο. Αντιμετώπισε … Dictionary of Greek
Ἀσκαλάφοιο — Ἀσκάλαφος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλάφοιο — ἀσκάλαφος owl masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσκαλάφου — Ἀσκάλαφος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλάφου — ἀσκάλαφος owl masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσκαλάφῳ — Ἀσκάλαφος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλάφῳ — ἀσκάλαφος owl masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσκάλαφοι — Ἀσκάλαφος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκάλαφοι — ἀσκάλαφος owl masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)