Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἀσιάτης

См. также в других словарях:

  • ασιάτης — (θηλ. ισσα) (AM ἀσιάτης [ ου], θηλ. ἀσιᾱτις [ ιδος] και ιων. ἀσιήτης, θηλ. ῆτις) νεοελλ. ως ουσ. ο κάτοικος της Ασίας αρχ. ο ασιατικός …   Dictionary of Greek

  • Ασιάτης — ο θηλ. ισσα ο κάτοικος της Ασίας ή εκείνος που κατάγεται απ αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀσιάτης — Ἀσιά̱της , Ἀσιανός Asia masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τζενγκίς Χαν ή Τζιγγίς Χαν — (;1167 – περίχωρα του Νινγκ Χσια, Χσι Χσια 1227). Ηγεμονικός τίτλος που έδωσαν στον Τμουτζίν οι πιστοί οπαδοί του. Ο T., γιος του ευγενούς Γεσουγκέι Μπα’ατούρ, θεωρείται ο μεγαλύτερος Ασιάτης στρατηλάτης. Ορφανός σε ηλικία 10 ετών, μπήκε… …   Dictionary of Greek

  • ασιαγενής — ἀσιαγενής και ἀσιηγενής ( οῡς), ές (Α) ο γεννημένος στην Ασία, ο Ασιάτης …   Dictionary of Greek

  • ασιανός — ή, ό (AM ἀσιανός, ή, όν) 1. ο Ασιάτης ή ο ασιατικός 2. ως ουσ. ο κάτοικος της Ασίας 3. αυτός που έχει ασιατικό υφος («ασιανός ρήτωρ», «ασιανός ζήλος») …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγοι — Αυτοκράτορες της τελευταίας βυζαντινής δυναστείας (1261 – 1453). Η μακρά περίοδος της βασιλείας των Π., που συμπίπτει με την τελευταία φάση –πολύπλοκη και βαθύτατα δραματική– της βυζαντινής ιστορίας, χαρακτηρίζεται από την παρακμή βασικών θεσμών …   Dictionary of Greek

  • έγχρωμος, -η — ο 1. που έχει χρώμα, χρωματισμένος. 2. που έχει ένα ή περισσότερα χρώματα εκτός από το άσπρο και το μαύρο, χρωματιστός. 3. ο νέγρος ή ο ασιάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»