-
1 Ασιάτης
-
2 Ἀσιάτης
-
3 Ἀσία
A Asia, Pi.O.7.18, Hdt.1.4,4.45, A.Pr. 412; , etc.:—Adj. [full] Ἀσιᾱνός, ή, όν, Asian, Asiatic, Th.1.6, etc.;Ἀ. ῥήτορες Theon Prog.2
;Ἀ. ζῆλος Str.14.1.41
, Plu.Ant.2. Adv.-νῶς, ἑστιᾶν τινά D.C.46.30
:—fem. [full] Ἀσιάς, άδος, and [full] Ἀσίς, ίδος [the latter with [pron. full] ᾱ], freq. in A. and E., never in S., Ἀσιάς being required by the metre in E.Or. 1397 (lyr.), Ba. 1168 (lyr.), Cyc. 443, Ἀσίς in A.Pers. 270 (lyr.), Supp. 547 (lyr.), cf. Euph.34: Ἀσιάς (sc.γῆ), = Ἀσία, E.Tr. 748, Ion 1356; also (sc. κιθάρα), the Asian harp, Ar.Th. 120, cf. E.Cyc. 443, Plu.2.1133c:—also [full] Ἀσιάτης, [suff] Ἀσιᾶτις, [dialect] Ion. [suff] Ἀσιήτης, [suff] Ἀσιῆτις, A.Pers.61 (lyr.), E.Andr.1, etc.: [full] Ἀσιᾱτικός, ή, όν, Str.15.2.8: [full] Ἀσίηθεν, Adv. from Asia, CIG6336. (Fem. of ἄσιος (q. v.).)
См. также в других словарях:
ασιάτης — (θηλ. ισσα) (AM ἀσιάτης [ ου], θηλ. ἀσιᾱτις [ ιδος] και ιων. ἀσιήτης, θηλ. ῆτις) νεοελλ. ως ουσ. ο κάτοικος της Ασίας αρχ. ο ασιατικός … Dictionary of Greek
Ασιάτης — ο θηλ. ισσα ο κάτοικος της Ασίας ή εκείνος που κατάγεται απ αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀσιάτης — Ἀσιά̱της , Ἀσιανός Asia masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τζενγκίς Χαν ή Τζιγγίς Χαν — (;1167 – περίχωρα του Νινγκ Χσια, Χσι Χσια 1227). Ηγεμονικός τίτλος που έδωσαν στον Τμουτζίν οι πιστοί οπαδοί του. Ο T., γιος του ευγενούς Γεσουγκέι Μπα’ατούρ, θεωρείται ο μεγαλύτερος Ασιάτης στρατηλάτης. Ορφανός σε ηλικία 10 ετών, μπήκε… … Dictionary of Greek
ασιαγενής — ἀσιαγενής και ἀσιηγενής ( οῡς), ές (Α) ο γεννημένος στην Ασία, ο Ασιάτης … Dictionary of Greek
ασιανός — ή, ό (AM ἀσιανός, ή, όν) 1. ο Ασιάτης ή ο ασιατικός 2. ως ουσ. ο κάτοικος της Ασίας 3. αυτός που έχει ασιατικό υφος («ασιανός ρήτωρ», «ασιανός ζήλος») … Dictionary of Greek
Παλαιολόγοι — Αυτοκράτορες της τελευταίας βυζαντινής δυναστείας (1261 – 1453). Η μακρά περίοδος της βασιλείας των Π., που συμπίπτει με την τελευταία φάση –πολύπλοκη και βαθύτατα δραματική– της βυζαντινής ιστορίας, χαρακτηρίζεται από την παρακμή βασικών θεσμών … Dictionary of Greek
έγχρωμος, -η — ο 1. που έχει χρώμα, χρωματισμένος. 2. που έχει ένα ή περισσότερα χρώματα εκτός από το άσπρο και το μαύρο, χρωματιστός. 3. ο νέγρος ή ο ασιάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)