Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἀρχέλαος

См. также в других словарях:

  • Ἀρχέλαος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …   Dictionary of Greek

  • ἀρχέλαος — ἀρχέλᾱος , ἀρχέλαος leading the people masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Архелай — (Άρχέλαος) греческий философ ионийской школы. Род. в Милете; занимался преподаванием философии в Афинах. Был учеником Анаксагора и одним из учителей Сократа. Интересовался по преимуществу естественными науками, благодаря чему получил прозвище… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ἀρχελείων — ἀρχέλαος leading the people masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρχελάου — Ἀρχέλαος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρχελάων — Ἀρχέλαος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρχελάῳ — Ἀρχέλαος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρχέλαε — Ἀρχέλαος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρχέλαοι — Ἀρχέλαος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρχέλαον — Ἀρχέλαος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»